Η μελατονίνη είναι ορμόνη που εκκρίνεται κατά τη νύκτα από την επίφυση του εγκεφάλου. Προκαλεί τον ύπνο και για αυτό αποκαλείται συχνά ως η ορμόνη του ύπνου.
Υπάρχουν σκευάσματα μελατονίνης που μπορούν να χορηγηθούν σε ηλικιωμένους και άλλους για την αντιμετώπιση της αϋπνίας. Στους ηλικιωμένους η σύνθεση και έκκριση της μελατονίνης αλλοιώνονται και δεν είναι τόσο καλές όσο στους νεώτερους με αποτέλεσμα να παρατηρούνται περισσότερα προβλήματα αϋπνίας.
Όμως μέχρι σήμερα υπήρχαν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της εξωγενούς μελατονίνης στην αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Ερευνητές από τη Μασαχουσέτη, τη Σκωτία και το Ισραήλ, μας δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την ορμόνη του ύπνου. Διεξήγαγαν μια ανασκόπηση των βιβλιογραφικών δεδομένων και ερευνών αναφορικά με τη μελατονίνη και τον ύπνο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η εξωγενής μελατονίνη, δηλαδή αυτή που λαμβάνεται από το στόμα, είναι σε θέση να προκαλεί νύστα και ύπνο. Βελτιώνει τις διαταραχές του ύπνου συμπεριλαμβανομένων και των αϋπνιών των ηλικιωμένων. Επίσης μειώνει τη θερμοκρασία του σώματος.
Το βασικό πρόβλημα είναι η χορήγηση της ορθής δόσης της ορμόνης. Ο λόγος για τον οποίο υπήρχαν αντικρουόμενα αποτελέσματα για τη δράση της μελατονίνης είναι διότι χορηγούταν σε πολύ πιο ψηλές δόσεις από ότι χρειάζονταν για την υπνωτική της δράση.
Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι η δόση που είναι αναγκαία για την υπνωτική δράση της μελατονίνης είναι μόνο μέχρι 0,3 mg. Στους ηλικιωμένους, η δόση αυτή αποτρέπει τα νυκτερινά ξυπνήματα και προσφέρει ένα ξεκουραστικό ύπνο.
Επειδή πολλά χάπια που είναι διαθέσιμα και μπορούν να αγορασθούν ελεύθερα, περιέχουν μέχρι και 10 φορές μεγαλύτερη δόση από ότι χρειάζεται, δημιουργούνται προβλήματα.
Όταν στον οργανισμό κυκλοφορεί περισσότερη μελατονίνη απ' ότι χρειάζεται, τότε δεν υπάρχει ανταπόκριση από τον εγκέφαλο. Επιπρόσθετα υπάρχει ο κίνδυνος μείωσης της θερμοκρασίας του σώματος.
Η μελατονίνη χρησιμοποιείται και για άλλες διαταραχές που προκύπτουν από διακοπές ή αλλοιώσεις του εικοσιτετράωρου βιολογικού κύκλου του ανθρώπινου οργανισμού. Τέτοιες διαταραχές δημιουργούνται όταν λόγω μακρινών ταξιδιών προκύπτουν αλλαγές στις ζώνες ώρας (jetlag) όπως επίσης και στην εργασία με βάρδιες.
Συνοπτικά βλέπουμε ότι η ορμόνη του ύπνου που στην ουσία ρυθμίζει τη βιολογική χρονομέτρηση, όταν χορηγείται σε χαμηλές δόσεις, από 0,1 έως 0,3 mg το βράδυ πριν ο ασθενής πάει στο κρεβάτι, μπορεί να είναι χρήσιμη με μικρότερο κίνδυνο ανεπιθύμητων παρενεργειών.
Παραμένουν βέβαια ακόμη άγνωστα για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της χορήγησης της ορμόνης του ύπνου και για αυτό επιβάλλεται προσοχή και ιατρική παρακολούθηση των ασθενών στους οποίους χορηγείται η εν λόγω θεραπεία.