Η ανίχνευση της αναιμίας λόγω έλλειψης σιδήρου στα βρέφη όταν γίνεται νωρίτερα προλαμβάνει καθυστέρηση της ανάπτυξης

Η έλλειψη σιδήρου είναι η πιο συχνή αιτία αναιμίας στα παιδιά και στις ανεπτυγμένες χώρες αποτελεί την πιο συχνή διατροφική έλλειψη.
Η ανίχνευση και αντιμετώπιση της έλλειψης του σιδήρου στα βρέφη πρέπει να γίνεται νωρίτερα διότι με αυτό τον τρόπο μπορούν να προληφθούν προβλήματα που προκαλούνται στην ανάπτυξη των παιδιών.
Ο σίδηρος είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατασκευή της αιμοσφαιρίνης η οποία είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά οξυγόνου μέσω του κυκλοφοριακού συστήματος στον οργανισμό. Η έλλειψη του σιδήρου είναι μια από τις αιτίες που οδηγεί σε αναιμία. Επίσης η ίδια έλλειψη μπορεί να προκαλέσει προβλήματα ανάπτυξης και συμπεριφοράς στα μικρά παιδιά.
Σε μελέτη, που σας παρουσιάζουμε, γιατροί του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ στο Ηνωμένο Βασίλειο ερεύνησαν σε 1100 βρέφη το μεταβολισμό του σιδήρου και την αιμοσφαιρίνη διαδοχικά σε 3 ηλικίες, στους 8, 12 και 18 μήνες. Ο στόχος ήταν να βρεθεί η ιδανική ηλικία κατά την οποία πρέπει να γίνεται η ανίχνευση της αναιμίας για ν' αποφεύγονται τα προβλήματα ανάπτυξης των παιδιών.
Ακολούθως, στην ηλικία των 18 μηνών, έκαναν στα παιδιά τεστ για ν' αξιολογήσουν τη νοητική και σωματική τους ανάπτυξη.Τα ευρήματά τους έδειξαν ότι τα παιδιά που είχαν χαμηλό σίδηρο και αιμοσφαιρίνη στην ηλικία των 8 μηνών είχαν τα λιγότερο καλά αποτελέσματα στα τεστ ανάπτυξης ιδιαίτερα αυτά που έχουν σχέση με τις κινητικές ικανότητες.
Ένα άλλο, αρκετά σημαντικό εύρημα της μελέτης, ήταν επίσης ότι 23% των παιδιών ήταν αναιμικά.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, η ιδανική ηλικία για την ανίχνευση της αναιμίας είναι η ηλικία των 9 μηνών. Όμως οι γιατροί πρέπει να κρίνουν ανάλογα με την περίπτωση και να ελέγχουν για έλλειψη σιδήρου και αναιμία νωρίτερα εάν το ιστορικό του βρέφους δείχνει αυξημένο κίνδυνο για τέτοιο πρόβλημα.
Η έρευνα αυτή δείχνει ότι η έλλειψη σιδήρου και η αναιμία που δημιουργείται είναι αρκετά συχνή στις ανεπτυγμένες χώρες.
Η ανίχνευση των καταστάσεων αυτών πρέπει να γίνεται στους 8 μήνες ζωής τουλάχιστον ή νωρίτερα ανάλογα με το ιστορικό και την κλινική εξέταση του παιδιού.
-
-
-
Βλέπε σχετική βιβλιογραφία:
-
-
-