Η βιταμίνη D είναι βασικός παράγοντας της ρύθμισης του μεταβολισμού του ασβεστίου και της σύνθεσης των οστών.
Εκτός από τις δράσεις αυτές, η βιταμίνη D πιθανόν να έχει ρόλο στη ρύθμιση και διαφοροποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Το ανοσοποιητικό σύστημα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, πολλές λειτουργίες για την άμυνα του οργανισμού εναντίον των μικροοργανισμών και του καρκίνου.
Στις αυτοάνοσες ασθένειες το ανοσοποιητικό σύστημα μέσα στα πλαίσια μιας δυσλειτουργίας, που μπορεί να επηρεάζει διάφορα όργανα του σώματος, παράγει αντισώματα, κύτταρα και άλλους παράγοντες, που στρέφονται εναντίον του ιδίου του οργανισμού του ασθενούς.
Οι αυτοάνοσοι μηχανισμοί προκαλούν μια μεγάλη ομάδα ασθενειών, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο ερυθηματώδης λύκος, η ιδιοπαθική θρομβοπενική πορφύρα και άλλες.
Ο ρόλος της βιταμίνης D στη ρύθμιση των παθολογικών μηχανισμών, που παρατηρούνται στις αυτοάνοσες ασθένειες δεν έχει ακόμη κατανοηθεί επαρκώς και αποτελεί αντικείμενο ερευνών.
Μέσα στα πλαίσια αυτά, γιατροί από διάφορα ερευνητικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών εξέτασαν τη σχέση μεταξύ πρόσληψης βιταμίνης D και ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν 29.368 γυναίκες, που συμμετείχαν στην ευρύτερη μελέτη Iowa Women's Health Study. Η ηλικία των γυναικών ήταν από 55 έως 69 ετών. Η διάρκεια της έρευνας ήταν περίπου 11 χρόνια.
Εξετάστηκε η ποσότητα βιταμίνης D, που έπαιρναν διαχρονικά οι γυναίκες δια μέσου της διατροφής τους. Επίσης λήφθηκε υπ' όψη και η ποσότητα βιταμίνης D που έπαιρναν οι γυναίκες με συμπληρώματα διατροφής ή άλλα σκευάσματα.
Κατά τα έντεκα χρόνια της έρευνας διαγνώσθηκαν 152 περιστατικά ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Η αύξηση της πρόσληψης βιταμίνης D τόσο λόγω διατροφής όσο και λόγω συμπληρωμάτων, συσχετιζόταν με χαμηλότερο κίνδυνο για ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Η πρόσληψη τουλάχιστο 290 IU (διεθνείς μονάδες) βιταμίνης D ημερησίως λόγω διατροφής συσχετιζόταν με 28% μείωση του κινδύνου για ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Η συμπληρωματική πρόσληψη βιταμίνης D, τουλάχιστο 400 IU ημερησίως συσχετιζόταν με μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου για ρευματοειδή αρθρίτιδα, της τάξης του 34%.
Στην περίπτωση της συμπληρωματικής πρόσληψης της βιταμίνης D, η σχέση όσον αφορά τη μείωση του κινδύνου για την αρθρίτιδα, βρέθηκε να είναι στατιστικώς σημαντική.
Δεν υπήρχε μια μορφή διατροφής πλούσια σε ασβέστιο ή βιταμίνη D που φάνηκε να επηρεάζει περισσότερο τον κίνδυνο για ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Παρά το γεγονός αυτό, υπήρχε μια τάση χαμηλότερου κινδύνου για αρθρίτιδα λόγω μεγαλύτερης κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι η μεγαλύτερη πρόσληψη βιταμίνης D στις ηλικιωμένες γυναίκες, συσχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο για ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Το γεγονός αυτό επιτρέπει τη διατύπωση της υπόθεσης, ότι η βιταμίνη D πιθανόν να έχει ένα ρόλο στη ρύθμιση παθολογικών αυτοάνοσων μηχανισμών. Η υπόθεση αυτή θα πρέπει να διερευνηθεί με περαιτέρω έρευνες, που θα επιτρέψουν την κατανόηση του μηχανισμού δράσης της βιταμίνης D στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Η βιταμίνη D απορροφάται εύκολα κατά την πέψη. Περιέχεται σε λιπαρά ψάρια, γαλακτοκομικά προϊόντα, στον κρόκο του αυγού και στο συκώτι. Υπάρχουν σήμερα επίσης τρόφιμα, που εμπλουτίζονται σε βιταμίνη D.
Η ενεργός μορφή της βιταμίνης D σχηματίζεται στο σώμα μετά από μια χημική αντίδραση που γίνεται χάρις στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου.
Η ημερήσια ποσότητα βιταμίνης D που συστήνεται είναι 200 IU (5mcg) για τα παιδιά και τους περισσότερους ενήλικες, 400 (10 mcg) για άτομα ηλικίας μεταξύ 50 και 60 ετών, 600 (15 mcg) για άτομα άνω των 70 ετών που δεν έχουν ικανοποιητική έκθεση στον ήλιο.
Τα παιδιά που θηλάζουν είναι δυνατόν να χρειάζονται συμπληρωματική βιταμίνη D.
Η βιταμίνη D σε ψηλές δόσεις είναι τοξική. Για τους λόγους αυτούς δεν πρέπει να λαμβάνονται συμπληρώματα της βιταμίνης D χωρίς ιατρική συμβουλή.