Τα γονίδια μιας γυναίκας επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα της, να φτάσει στον οργασμό κατά τη συνουσία.
Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες με προβλήματα οργασμού, είναι συχνά στις γυναίκες. Ωστόσο δεν υπάρχει ομοφωνία όσον αφορά στην αιτιολογία τους.
Η κατανόηση των γενετικών διαφοροποιήσεων που επηρεάζουν τον οργασμό στις γυναίκες, θα μπορούσε να βοηθήσει στην παραγωγή φαρμάκων για τη θεραπεία των γυναικείων σεξουαλικών δυσλειτουργιών.
Σε σύγκριση με τους άνδρες, πολύ λίγα είναι γνωστά για το γυναικείο οργασμό που είναι η κορύφωση της σεξουαλικής διέγερσης και ικανοποίησης που συνοδεύεται κανονικά από κολπικές συσπάσεις. Πρόκειται για ένα θέμα που αντιμετωπίζεται ως ταμπού.
Οι γυναίκες δεν χρειάζονται τον οργασμό για να συλλάβουν και να τεκνοποιήσουν. Το γεγονός, αυτό καθιστά ως ένα βαθμό μυστήριο, το ρόλο του οργασμού από την άποψη της εξελικτικής θεωρίας.
Αντίθετα στους άνδρες, η απουσία οργασμού δεν επιτρέπει τη μεταφορά των γονιδίων. Έτσι οι άνδρες που δεν μπορούν να φτάσουν σε οργασμό, γίνονται θύματα μιας φυσικής επιλογής που τους στερεί τη δυνατότητα τεκνοποίησης.
Έτσι λοιπόν παραμένει το ερώτημα: Ποια λειτουργία εξυπηρετεί ο γυναικείος οργασμός;
Μια πρώτη θέση είναι ότι κάνει τις γυναίκες να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διαδικασία της αναπαραγωγής. Επιπρόσθετα όμως, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι συσπάσεις του κόλπου που προκαλεί ο οργασμός, βοηθούν το σπερματοζωάριο να φτάσει πιο κοντά στο ωάριο, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες σύλληψης.
Οι ψυχολόγοι που πιστεύουν στην εξελικτική θεωρία της πορείας του ανθρώπινου είδους, εισηγήθηκαν ότι ο γυναικείος οργασμός βοηθά τις γυναίκες στο να διαλέγουν σύντροφους που νοιάζονται για αυτές. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, οι άνδρες που είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και φροντίζουν τις γυναίκες στην κρεβατοκάμαρα, είναι πιθανότερο να είναι περισσότερο υποστηρικτικοί και σε άλλα θέματα της ζωής.
Για να ανακαλύψουν ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το περισσότερο την ικανότητα μιας γυναίκας για να φτάνει τον οργασμό, ερευνητές από το Νοσοκομείο St Thomas του Λονδίνου, έστειλαν σε 4.000 δίδυμες γυναίκες ένα ερωτηματολόγιο για να συμπληρώσουν, εντελώς ανώνυμα. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 700 ζεύγη ταυτόσημων ή πανομοιότυπων διδύμων (μονοζυγωτικοί) δηλαδή που είχαν το ίδιο ακριβώς DNA.
Οι ερευνητές ρωτούσαν για το πόσο συχνά οι γυναίκες έφταναν σε οργασμό όταν έκαναν σεξ.
Μόνο 14% των γυναικών απάντησαν ότι έφταναν πάντα σε οργασμό. Στο άλλο άκρο, 16% των γυναικών δήλωσαν ότι δεν έφταναν ποτέ σε οργασμό ή δεν ήσαν σίγουρες εάν έφταναν ή όχι.
Συγκριτικά, στους άνδρες ανάλογες έρευνες έδειξαν ότι μόνο 2% των ανδρών δεν φτάνουν στον οργασμό κατά τη συνουσία.
Όπως και σε άλλες έρευνες σε δίδυμους, οι ερευνητές, θεώρησαν ότι οι δίδυμες επηρεάστηκαν από το ίδιο οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι οι διαφορές μεταξύ πανομοιότυπων και μη πανομοιότυπων διδύμων, θεωρήθηκαν ότι οφείλονταν σε γονιδιακές διαφορές.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων, έδειξε ότι τα γονίδια επηρεάζουν τουλάχιστον το 34% των πιθανοτήτων για να φτάνει σε οργασμό μια γυναίκα όταν κάνει σεξ. Για να φτάσει σε οργασμό μια γυναίκα κατά τον αυνανισμό, ο επηρεασμός από τα γονίδια είναι μεγαλύτερος και φτάνει μέχρι το 45%.
Τα πιο πάνω ποσοστά, θα μπορούσαν να είναι ψηλότερα, εάν λαμβάνονταν υπόψη και άλλες παράμετροι όπως οι διάφορες τεχνικές των συντρόφων των γυναικών. Οι γονιδιακές επιδράσεις βρέθηκαν να ευθύνονται σε ποσοστό μέχρι 60% σε άλλα σύνθετα προβλήματα όπως η παχυσαρκία.
Ο αριθμός των γονιδίων που επηρεάζουν το γυναικείο οργασμό, παραμένει άγνωστος. Όμως οι ερευνητές τονίζουν ότι η σύγκριση του DNA, των γονιδίων των γυναικών που φτάνουν πάντα σε οργασμό με εκείνο των γυναικών που δεν φτάνουν ποτέ σε οργασμό, θα μπορούσε να ρίξει φως στους βιολογικούς μηχανισμούς που ευθύνονται για την εν λόγω λειτουργία. Στη συνέχεια, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν φάρμακα που να επηρεάζουν τα σημαντικότερα γονίδια για τη λειτουργία του οργασμού.
Στους άνδρες, φάρμακα που έχουν αναπτυχθεί για τις στυτικές δυσλειτουργίες όπως το Βιάγκρα, έχουν προσφέρει πολλές δυνατότητες για επίλυση προβλημάτων που τους ταλάνιζαν. Όμως για τις γυναίκες, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί τέτοιες αποτελεσματικές θεραπείες.
Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στις γυναίκες υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες εκτός από τους βιολογικούς που επηρεάζουν τις δυνατότητες επίτευξης οργασμού, όπως η ψυχολογική κατάσταση, η συναισθηματική εμπλοκή, οι προηγούμενες ή οι πρώτες εμπειρίες.
Και ας μην ξεχνούμε ότι σε πρόσφατες έρευνες βρέθηκε ότι για το γυναικείο φύλο, ο οργασμός δεν είναι το παν. Για την επίτευξη μιας ευτυχισμένης σεξουαλικής σχέσης, γυναίκες που ήδη το έχουν καταφέρει, δηλώνουν ότι ο οργασμός δεν είναι βασικό στοιχείο.