Οι μολυσματικές ασθένειες
στους ανθρώπους προκαλούνται από ιούς, βακτηρίδια, μύκητες, παράσιτα και
άλλα μικρόβια.
Το πρόσφατο παράδειγμα της γρίπης των πουλερικών δείχνει πόσο
ευάλωτος μπορεί να καταστεί ο άνθρωπος σε μολυσματικούς παράγοντες που
έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλλονται και να μεταπηδούν από το ένα είδος
στο άλλο.
Οι μολυσματικοί παράγοντες, μπορεί να μεταδίδονται με διάφορους
τρόπους: Μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, επαφή με μολυσμένα ζώα,
κατανάλωση μολυσμένου φαγητού ή νερού, μετάδοση από έντομα όπως τα
κουνούπια, επαφή με μολυσμένες επιφάνειες ή απορρίμματα ζώων, εισπνοή
μολυσμένου αέρα.
Πριν 50 χρόνια, όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν τα αντιβιοτικά, υπήρξε
αρχικά ενθουσιασμός ότι είχε φτάσει η εποχή που δεν θα πέθαιναν πλέον
άνθρωποι από μολύνσεις. Όμως σταδιακά τα μικρόβια έδειξαν τις τρομερές
ικανότητες που έχουν για να προσαρμόζονται, να επιβιώνουν, να
μεταλλάσσονται και να αποτελούν ένα διαρκή κίνδυνο για τον άνθρωπο.
Οι διαφορές των μολύνσεων με ιούς από τις μολύνσεις με βακτηρίδια,
είναι σημαντικές.
Τα βακτηρίδια είναι μικροοργανισμοί που αποτελούνται από μόνο ένα
κύτταρο. Μπορούν να αναπτύσσονται στο περιβάλλον, σε επιφάνειες και δεν
χρειάζονται άλλους ζωντανούς οργανισμούς για την επιβίωση τους. Η
αναπαραγωγή τους βασίζεται στη διαίρεση τους.
Δεν είναι όλα τα βακτηρίδια επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Ορισμένα
μάλιστα έχουν ωφέλιμες επιδράσεις. Τα παθογόνα βακτηρίδια όταν εισβάλουν
στον οργανισμό, μεταξύ άλλων παράγουν τοξίνες που βλάπτουν κύτταρα και
όργανα του σώματος.
Σε αντίθεση οι ιοί είναι μικρά σωματίδια που θα μπορούσαμε να
προσομοιάσουμε με μικρές κάψουλες που περιέχουν γενετικό υλικό,
DNA ή RNA. Οι ιοί
που έχουν πολύ πιο μικρό μέγεθος από τα βακτηρίδια, δεν μπορούν να
επιβιώνουν και να αναπτύσσονται από μόνοι τους. Χρειάζονται άλλους
ζωντανούς οργανισμούς όπως οι άνθρωποι, ζώα ή φυτά για να
πολλαπλασιάζονται.
Ο τρόπος δράσης των ιών όταν εισβάλουν στον ανθρώπινο οργανισμό είναι
διαφορετικός από εκείνο των βακτηριδίων. Οι ιοί καταλαμβάνουν τους
βασικούς μηχανισμούς λειτουργίας των κυττάρων. Τους τροποποιούν με
αποτέλεσμα τα μολυσμένα κύτταρα να παράγουν μαζικά ιούς. Στο τέλος τα
κύτταρα σκοτώνονται και απελευθερώνουν νέες ποσότητες ιών.
Ένας άλλος τρόπος δράσης ορισμένων ιών, είναι η ενσωμάτωση του δικού
τους γενετικού υλικού στο γενετικό υλικό DNA
των κυττάρων που έχουν μολύνει.
Είναι πολύ σημαντικό όταν ένας ασθενής παρουσιάζει
μόλυνση, να γίνεται η διάγνωση του παράγοντα που είναι υπεύθυνος για
την παθολογική κατάσταση.
Τα φάρμακα που είναι αποτελεσματικά κατά των βακτηριδίων δεν
μπορούν να εξουδετερώνουν τους ιούς. Το ίδιο ισχύει και για το
αντίθετο, δηλαδή τα αντι-ιικά φάρμακα δεν έχουν δράση κατά των
βακτηριδίων.
Όταν ασθενής έχει ιογενή λοίμωξη, η χορήγηση σε αυτόν
αντιβιοτικών που δρουν κατά των βακτηριδίων, δεν θα το βοηθήσει.
Μάλιστα υπάρχει η πιθανότητα να του προκαλέσει περισσότερο κακό. |
Σε ασθενείς με ιογενείς μολύνσεις, χορηγούνται αντιβιοτικά που είναι
δραστικά κατά των βακτηριδίων, μόνο στις περιπτώσεις επιμολύνσεων από
βακτηρίδια.
Η χορήγηση αντιβιοτικών σε ιογενείς λοιμώξεις μπορεί να είναι
επικίνδυνη για διάφορους λόγους. Πολλά αντιβιοτικά έχουν σοβαρές
παρενέργειες και έτσι ένας ασθενής με ιογενή λοίμωξη μπορεί να υποστεί
επιπλοκές από φάρμακα που στην ουσία δεν χρειαζόταν.
Επίσης η αλόγιστη χρήση των αντιβιοτικών ευνοεί την ανάπτυξη
βακτηριδίων που γίνονται ανθεκτικά στα αντιβιοτικά. Η ανθεκτικότητα των
βακτηριδίων είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα και αιτία πολλών
θανάτων.
Δυστυχώς η λανθασμένη χορήγηση αντιβιοτικών σε ασθενείς που δεν τα
χρειάζονται λόγω του ότι έχουν ιογενή και όχι βακτηριδιακή μόλυνση,
είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Το κλασικό παράδειγμα είναι οι ωτίτιδες.
Πέραν του 85% των ωτίτιδων είναι ιογενείς και δεν χρειάζονται
αντιβιοτικά. Δυστυχώς όμως στους πλείστους ασθενείς με ωτίτιδα,
χορηγούνται αντιβιοτικά.
Υπάρχουν φάρμακα τα οποία είναι ενεργά εναντίον διαφόρων ιών. Τα αντι-ιικά
φάρμακα σίγουρα δεν είναι ενεργά κατά των βακτηριδίων και άλλων
μικροοργανισμών. Υπάρχουν αντι-ιικά φάρμακα εναντίον του ιού της γρίπης,
του κυτταρομεγαλοϊού (CMV), του ιού του
έρπητα, του ιού της γρίπης των πουλερικών H5N1,
του ιού HIV που προκαλεί το
AIDS.
Οι μολύνσεις αποτελούν την κυριότερη αιτία θανάτων παγκοσμίως.
Υπολογίζεται ότι περίπου το ένα τρίτο των θανάτων που συμβαίνουν
παγκοσμίως οφείλονται σε λοιμώξεις.
Το πρόβλημα των μολύνσεων δεν πρόκειται να φύγει. Αντίθετα υπάρχουν
πολλοί παράγοντες που συντείνουν και θα συντείνουν στη διαιώνιση και
στην αύξηση της επικινδυνότητας του.
Για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος επιβάλλεται
επαγρύπνηση σε παγκόσμιο επίπεδο, κατάλληλη υποδομή υπηρεσιών υγείας,
έρευνα για τη διαχρονική εξέλιξη των μολυσματικών παραγόντων.
Παράλληλα έχει τεράστια σημασία η ορθή, συνεχής διαφώτιση και
ενημέρωση του κοινού που αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα στο σύστημα
πρόληψης και προστασίας από τους μολυσματικούς παράγοντες κάθε μορφής.