Όταν συμβεί ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, οι πρώτες ώρες έχουν τεράστια σημασία για την εξέλιξη και τη ζωή του ασθενούς.
Εάν γίνει η διάγνωση αμέσως, τότε στα ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια, η θρομβολυτική θεραπεία μπορεί να αποκαταστήσει την τροφοδοσία σε αίμα του εγκεφάλου. Αποτρέπεται έτσι η πρόκληση σοβαρότατων και συχνά θανάσιμων επιπλοκών που δημιουργούνται λόγω ισχαιμίας ζωτικών δομών του εγκεφάλου.
Ο ασθενής ή άτομα από το περιβάλλον του, πρέπει να ζητούν άμεσα βοήθεια εάν υποψιάζονται ότι έχει αρχίσει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Η κλινική εξέταση του γιατρού έχει καθοριστική σημασία για τη διάγνωση.
Ωστόσο η κλινική διάγνωση δεν είναι αρκετή για να επιτρέπει στο γιατρό να είναι σίγουρος ότι πρόκειται για ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πράγματι υπάρχουν βασικά δύο είδη εγκεφαλικών επεισοδίων. Τα ισχαιμικά επεισόδια που αποτελούν το 85% των περιπτώσεων και τα αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια που αποτελούν το 15% του συνόλου.
Στα ισχαιμικά, η απόφραξη από ένα θρόμβο μιας ζωτικής αρτηρίας όπως για παράδειγμα η καρωτίδα, δημιουργεί άμεσα διακοπή της κυκλοφορίας αίματος και ισχαιμία στον εγκέφαλο. Εάν δεν αρθεί άμεσα η απόφραξη αυτή, οι κίνδυνοι για τον ασθενή είναι τεράστιοι.
Στα αιμορραγικά επεισόδια, προκύπτει αιμορραγία στον εγκέφαλο λόγω ρήξης κάποιου αιμοφόρου αγγείου.
Είναι πολύ σημαντικό η ομάδα των γιατρών που θα αντιμετωπίσει το εγκεφαλικό επεισόδιο σε ένα ασθενή, να μπορεί να κάνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα τη διαφορά μεταξύ των δύο τύπων εγκεφαλικών.
Στα ισχαιμικά επεισόδια η θρομβολυτική θεραπεία μπορεί να σώσει τον ασθενή. Όμως εάν η θρομβολυτική θεραπεία δοθεί σε ασθενή με αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, τότε τα αποτελέσματα πιθανόν να είναι η επιδείνωση της κατάστασης λόγω του ότι η αιμορραγία, εξαιτίας της θρομβόλυσης, θα χειροτερεύσει.
Επειδή η κλινική εξέταση δεν επιτρέπει στους γιατρούς να καταλάβουν εάν πρόκειται για ισχαιμικό ή αιμορραγικό επεισόδιο, χρησιμοποιείται η αξονική τομογραφία (CTscan) για να γίνεται καλύτερα η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων. Η μαγνητική τομογραφία (MRI), κατά τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να βοηθά με τις πληροφορίες που παρέχει, τους γιατρούς να καταλαβαίνουν εάν πρόκειται για ισχαιμικό ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, ποια από τις δύο εξετάσεις είναι η καλύτερη για την αναγνώριση του τύπου του εγκεφαλικού επεισοδίου σε ένα ασθενή;
Για να απαντήσουν στο ερώτημα, γιατροί από το νοσοκομείο της Bethesda των Ηνωμένων Πολιτειών, μελέτησαν προοδευτικά 356 ασθενείς που εισήχθησαν επειγόντως στο νοσοκομείο με υποψία εγκεφαλικού. Αξιολογήθηκαν κλινικά και σε 304 ασθενείς έγινε μαγνητική τομογραφία πριν από την αξονική. Ο χρόνος μεταξύ των δύο εξετάσεων ήταν κατά μέσο όρο 34 λεπτά.
Ασθενείς που δεν υπεβλήθησαν σε μία από τις δύο απεικονιστικές εξετάσεις, αποκλείσθηκαν από την ανάλυση των αποτελεσμάτων. Τα ευρήματα αξιολογήθηκαν από δύο γιατρούς ειδικούς στην ακτινολογία του νευρικού συστήματος και δύο νευρολόγους ειδικούς για εγκεφαλικά επεισόδια.
Τα αποτελέσματα έδειξαν:
- Η μαγνητική τομογραφία ήταν ανώτερη από την αξονική τομογραφία όσον αφορά στην ανίχνευση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου που μόλις άρχισε
- Για τα αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια, τα αποτελέσματα των δύο εξετάσεων ήταν ισοδύναμα
- Περίπου 25% των ασθενών με εγκεφαλικό επεισόδιο που προσέρχονται στο νοσοκομείο εντός των τριών πρώτων ωρών από την έναρξη του αγγειακού επεισοδίου, δεν παρουσιάζουν κατά την αρχική εξέταση σημεία βλάβης του εγκεφάλου τους. Είναι στο χρονικό αυτό διάστημα που υπάρχει οδηγία για να γίνεται η αντιθρομβωτική θεραπεία.
Αυτό σημαίνει ότι σε σημαντικό ποσοστό ασθενών είναι δυνατόν να αποφεύγονται πλήρως οι βλάβες στον εγκέφαλο λόγω εγκεφαλικού εάν γίνεται ορθά η διάγνωση της ισχαιμίας και χορηγείται έγκαιρα η θρομβολυτική θεραπεία.
Το συμπέρασμα των γιατρών είναι ότι η μαγνητική τομογραφία είναι καλύτερη εξέταση από την αξονική τομογραφία για την ανίχνευση οξέως εγκεφαλικού ισχαιμικού επεισοδίου.
Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να επιτρέπει στους γιατρούς, που αναλαμβάνουν τη θεραπεία ασθενών με υποψία εγκεφαλικού, να βάζουν με μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά, τη διάγνωση οξέως ισχαιμικού επεισοδίου από ότι μέχρι σήμερα που το βασικό τους βοήθημα ήταν η αξονική τομογραφία. Καλύτερη διάγνωση σημαίνει πιο έγκαιρη θρομβολυτική θεραπεία που θα μεταφράζεται σε λιγότερους θανάτους και σοβαρές αναπηρίες εξαιτίας των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων.
Για το λόγο αυτό εισηγούνται ότι η μαγνητική τομογραφία θα πρέπει να προτιμάται σε ασθενείς με υποψία εγκεφαλικού για την καλύτερη διαφοροποίηση μεταξύ ισχαιμικού και αιμορραγικού αγγειακού επεισοδίου.