Η ανθρώπινη αναπαραγωγή επηρεάζεται από ουσίες που
μολύνουν το περιβάλλον.
Χημικοί παράγοντες από γεωργικά φάρμακα, εντομοκτόνα, μικροβιοκτόνα ή από
οικιακά και βιομηχανικά απόβλητα είναι δυνατόν να παραμένουν μόνιμα στο
περιβάλλον, να εισέρχονται και να συσσωρεύονται στο ανθρώπινο σώμα.
Οι ουσίες αυτές ανήκουν στην κατηγορία των ανθεκτικών οργανικών
ρυπαντών (POP, Persistent Organic Pollutants).
Οι ανθεκτικοί οργανικοί ρυπαντές αποκαλούνται διεθνώς,
"δηλητήρια χωρίς
διαβατήριο". Ο λόγος είναι διότι ξαπλώνονται παντού και δεν σέβονται κανένα
γεωγραφικό σύνορο.
Είναι ένα σύνολο από 12 περίπου οργανοχλωριωμένες ενώσεις, στις οποίες
συμπεριλαμβάνονται τα υπολείμματα του φυτοφαρμάκου DDT,
η αλδρίνη, η διελδρίνη, η διοξίνη, τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB)
και άλλες.
Πρόκειται για ουσίες που είναι ιδιαίτερα τοξικές για τον άνθρωπο.
Μπορούν να προκαλούν καρκίνο και ασθένειες στο νευρικό, ανοσολογικό και
αναπαραγωγικό σύστημα.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των οργανικών αυτών ρυπαντών, έγκειται
στο ότι είναι εξαιρετικά ανθεκτικές ουσίες, δεν καταστρέφονται και
συσσωρεύονται στο περιβάλλον όπως επίσης και στο
ανθρώπινο σώμα.
Η συσσώρευση τους στο ανθρώπινο σώμα γίνεται ακόμη περισσότερο
ανησυχητική από το γεγονός ότι μεταφέρονται από τη μητέρα στο έμβρυο κατά
την κύηση. Στη συνέχεια κατά το θηλασμό, διαμέσου του μητρικού γάλατος, η
μεταφορά και συσσώρευση τους στο παιδί συνεχίζεται.
Πρόσφατα Σουηδοί ερευνητές ανακάλυψαν ακόμη μια επίδραση των
μολυσματικών αυτών παραγόντων. Σε Σουηδούς ψαράδες όσο μεγαλύτερη ήταν η
έκθεση τους στις επικίνδυνες αυτές ουσίες τόσο περισσότερα σπερματοζωάρια
με χρωμόσωμα Υ υπήρχαν.
Τα σπερματοζωάρια με χρωμόσωμα Υ κατά τη γονιμοποίηση του ωαρίου,
καθορίζουν το άρρεν φύλο του παιδιού. Το γεγονός αυτό σημαίνει, θεωρητικά
τουλάχιστο, ότι οι μολυσματικοί αυτοί παράγοντες θα
μπορούσαν να οδηγούν στη γέννηση
περισσότερων αγοριών παρά κοριτσιών.
Παλαιότερες επιδημιολογικές μελέτες είχαν δείξει ότι η έκθεση σε
διάφορους χημικούς ρύπους του περιβάλλοντος, ευνοούσε την αλλοίωση της
ποιότητας του σπέρματος και τη γέννηση περισσότερων αγοριών.
Επιπρόσθετα φαίνεται ότι η γέννηση περισσοτέρων αγοριών συνοδεύεται με
περισσότερα περιστατικά κρυψορχιδίας. Η κρυψορχιδία αυξάνει τον κίνδυνο
καρκίνου των όρχεων.
Δεν είναι ακόμη γνωστοί οι μηχανισμοί δια μέσου των οποίων οι
ανθεκτικοί οργανικοί περιβαλλοντικοί ρυπαντές επηρεάζουν τα χρωμοσώματα
των σπερματοζωαρίων. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες δημιουργήθηκαν υποψίες
και ανησυχίες για τη δράση των ρύπων αυτών ως αποδιοργανωτών του
ενδοκρινικού συστήματος.
Οι ενδοκρινολογικοί αποδιοργανωτές είναι χημικές ουσίες που μοιάζουν με
τις φυσικές ορμόνες ή παρεμβαίνουν στη δράση τους. Τα οιστρογόνα (γυναικείες ορμόνες), η τεστοστερόνη (ανδρική ορμόνη), παίζουν σημαντικό
ρόλο από τη στιγμή που το σπερματοζωάριο εισέρχεται στο ωάριο μέχρι τη
γέννηση του παιδιού.
Επίσης οι ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα, παίζουν σημαντικό ρόλο στο
μεταβολισμό και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών.
Η αύξηση των ανθεκτικών ρυπαντών στο αμνιοτικό υγρό και στο έμβρυο
είναι δυνατόν να αποδιοργανώνουν το ενδοκρινολογικό σύστημα και να οδηγούν
σε προβλήματα σεξουαλικής διαφοροποίησης και άλλα.
|
Η διεθνής κοινότητα αντιλαμβανόμενη τη σοβαρότητα του προβλήματος,
κατά το 2004 διαμέσου μιας συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών, απαγόρευσε την
παραγωγή και χρήση των δώδεκα γνωστών ανθεκτικών περιβαλλοντικών ρύπων. Η
συνθήκη υπογράφηκε από 50 κράτη μέλη.
Παρά τα μέτρα αυτά, θα χρειαστούν δεκαετίες για να απαλλαγεί το
περιβάλλον από τις εν λόγω νοσηρές, επικίνδυνες ουσίες. Παράλληλα υπάρχουν
ειδικοί που δηλώνουν ότι υπάρχουν περισσότερες από τις εν λόγω 12 ουσίες
που είναι επικίνδυνες και πρέπει να απαγορευτούν.
Τελειώνοντας θέλουμε να τονίσουμε ότι χρειάζεται περισσότερη
επαγρύπνηση για τους περιβαλλοντικούς ρύπους που επηρεάζουν και
αποδιοργανώνουν το ορμονικό σύστημα και απειλούν την ανθρώπινη υγεία.