Η χρόνια ηπατίτιδα Β έχει προσβάλει τουλάχιστο 350 εκατομμύρια ανθρώπους. Παγκοσμίως αποτελεί την πρώτη σε συχνότητα αιτία πρόκλησης καρκίνου του ήπατος (ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα). Οι περισσότεροι από τους πάσχοντες από χρόνια ηπατίτιδα Β δεν το γνωρίζουν.
Εκτός από καρκίνο του ήπατος, ο ιός της ηπατίτιδας Β (HBV) είναι αιτία ηπατικής ανεπάρκειας και κίρρωσης του ήπατος προκαλώντας έτσι περίπου 620.000 θανάτους κάθε χρόνο παγκοσμίως. Ο εμβολιασμός κατά του ιού HBV είναι πολύ αποτελεσματικός για την πρόληψη της ηπατίτιδας Β και της οξείας ή χρόνιας πάθησης του ήπατος που προκύπτει.
Η ανίχνευση του αντιγόνου επιφάνειας του ιού της ηπατίτιδας Β (HBsAg) αποτελεί τη βασική μέθοδο για την αναγνώριση των ατόμων που πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα Β. Όλα τα άτομα, που είναι φορείς του ιού χρειάζονται ιατρική παρακολούθηση για έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση πιθανής εξέλιξης της χρόνιας μόλυνσης τους, από τον ιό σε ηπατίτιδα ή καρκίνο του ήπατος. Υπάρχουν σήμερα ασφαλή και αποτελεσματικά φάρμακα για τη θεραπεία της ηπατίτιδας Β.
Η έγκαιρη αναγνώριση των φορέων του ιού HBV και των ανθρώπων που χρειάζονται την αντιιική θεραπεία, όπως επίσης και η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού εναντίον του ιού HBV καθιστούν τη συστηματική ανίχνευση των φορέων του HBV ένα εξαιρετικό εργαλείο πρόληψης της νόσου.
Οι άνθρωποι με χρόνια μόλυνση, από τον ιό
HBV είναι δυνατόν να παραμείνουν χωρίς συμπτώματα και σημεία για πολλά χρόνια, χωρίς να γνωρίζουν ότι είναι μολυσμένοι, ότι κινδυνεύουν να παρουσιάσουν σοβαρή πάθηση του ήπατος αργότερα στη ζωή τους και ότι υπάρχει κίνδυνος να μεταδώσουν τον ιό σε άλλους ανθρώπους.
Η έγκαιρη αναγνώριση των ανθρώπων, που είναι χρόνιοι φορείς του ιού HBV επιτρέπει την πρόληψη της μετάδοσης της νόσου σε άλλους με εμβολιασμό των ατόμων της οικογένειας τους, που ζουν μαζί τους και των σεξουαλικών τους συντρόφων. Με τον τρόπο αυτό διακόπτεται η αλυσίδα μετάδοσης του επικίνδυνου αυτού ιού.
Ο έλεγχος για το αντιγόνο HBsAg συστήνεται μέχρι σήμερα να γίνεται συστηματικά για τις ακόλουθες ομάδες:
- Εγκύους γυναίκες.
- Παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρα που είχαν στο αίμα τους το HBsAg (μητέρες φορείς του ιού HBV).
- Μέλη της οικογένειας και τους σεξουαλικούς συντρόφους ατόμων που είναι μολυσμένα από τον ιό της ηπατίτιδας HBV.
- Άτομα που γεννήθηκαν σε χώρες στις οποίες το ποσοστό των ανθρώπων θετικών στο HBsAg είναι μεγαλύτερο του 8%.
- Άτομα που χειρίζονται ή εκτίθενται σε αίμα ή άλλα ανθρώπινα υγρά τα οποία μπορεί να χρειαστούν έλεγχο και προφύλαξη λόγω πιθανής έκθεσης τους στον ιό HBV (τρύπημα από βελόνα ενός επαγγελματία της υγείας, περίπτωση σεξουαλικής επίθεσης που υφίσταται κάποιο άτομο).
- Ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV που προκαλεί το AIDS.
Η διαφοροποίηση της επιδημιολογίας της ηπατίτιδας Β, η αύξηση των μολύνσεων από τον ιό HBV, ο αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που μεταναστεύουν από χώρες με μεγάλα ποσοστά φορέων του ιού HBV και τα στοιχεία, που τεκμηριώνουν ότι η συστηματική ανίχνευση στο αίμα του HBsAg προσφέρει πολλά οδήγησαν στην έκδοση νέων συστάσεων για συμπερίληψη και άλλων πληθυσμιακών ομάδων στα προγράμματα ανίχνευσης.
Συγκεκριμένα, ομάδα εμπειρογνωμόνων από τα Κέντρα Έλεγχου και Πρόληψης των Ασθενειών (Centers for Disease Control and Prevention, CDC) των Ηνωμένων Πολιτειών, μετά από μελέτη των βιβλιογραφικών δεδομένων για το ζήτημα της ηπατίτιδας Β συστήνει το συστηματικό έλεγχο ανίχνευσης του HBsAg σε ακόμη 3 ομάδες:
- Άτομα που γεννήθηκαν σε περιοχές που το ποσοστό των ατόμων που είναι θετικά στο HBsAg είναι ίσο ή μεγαλύτερο του 2%
- Σε χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών. Στους χρήστες ναρκωτικών το ποσοστό των μολυσμένων με τον ιό HBV κυμαίνεται από 2,7% έως 11%
- Στους άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες. Στους άνδρες αυτούς το ποσοστό αυτών με χρόνια ηπατίτιδα Β είναι από 9% έως 17%
Οι γιατροί είναι σημαντικό να γνωρίζουν για τη μεταβαλλόμενη επιδημιολογία και τους κινδύνους της ηπατίτιδας Β. Ταυτόχρονα, λαμβάνοντας υπόψη τις θετικές επιδράσεις του προγράμματος συστηματικής ανίχνευσης του HBsAg για αναγνώριση των χρόνιων φορέων της νόσου, πρέπει να διενεργούν το συγκεκριμένο τεστ σε όλες τις ομάδες υψηλού κινδύνου για τη νόσο.