Η
ανθρώπινη καρδία κτυπά κατά μέσο όρο από 60 έως 100 φορές το λεπτό. Είναι
φυσιολογικό για το ρυθμό και την ταχύτητα της να διαφοροποιείται μέσα σε
κάποια φυσιολογικά όρια ανάλογα με τη φυσική ή με τη ψυχική μας κατάσταση.
Σε περίπτωση που είμαστε σε κατάσταση στρες ή μετά από μια σωματική
εξάσκηση. είναι γνωστό ότι η καρδία κτυπά γρηγορότερα.
Η καρδία έχει ένα δικό της φυσικό βηματοδότη, ο
οποίος στην ουσία αποτελείται από μια ομάδα ειδικών κυττάρων τα οποία
στέλλουν ηλεκτρικές ωθήσεις στην καρδία και της επιτρέπουν να κτυπά με μια
κανονική ταχύτητα και ρυθμό.
Υπάρχουν ασθένειες στις οποίες η καρδία κτυπά
πολύ αργά για ν' ανταποκριθεί στις ανάγκες του σώματος. Στις
περιπτώσεις αυτές χρειάζεται να τοποθετηθεί ένας τεχνητός βηματοδότης για
να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της καρδίας με ένα κανονικό ρυθμό.
Οι βηματοδότες είναι πολύπλοκα μηχανήματα και γι΄
αυτό χρειάζονται προσεκτική παρακολούθηση μετά από την τοποθέτησή τους.
Οι τεχνητοί βηματοδότες είναι μικρές συσκευές
που λειτουργούν με μπαταρία. Βοηθούν την καρδία στο να κτυπά με ένα
κανονικό ρυθμό. Στέλλουν προς την καρδία ηλεκτρικά σήματα τα οποία
αντικαθιστούν την λειτουργία του φυσικού βηματοδότη επιτρέποντας έτσι στην
καρδία να έχει ένα κανονικό ρυθμό.
Τεχνητό βηματοδότη χρειάζονται τα άτομα στα οποία η
καρδία κτυπά πολύ αργά με αποτέλεσμα να τους προκαλεί συμπτώματα όπως
υπερβολική κούραση, σοβαρές ζαλάδες και επεισόδια λιποθυμίας. Επίσης
βηματοδότη χρειάζονται άτομα τα οποία πρέπει να διατηρούν ένα ελάχιστο και
απαραίτητο καρδιακό ρυθμό μετά από θεραπεία στην οποία έχουν υποβληθεί για
διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι βηματοδοτών. Οι
μόνιμοι ή εσωτερικοί βηματοδότες τοποθετούνται κάτω από το δέρμα,
συνήθως στην περιοχή του στήθους, πιο κάτω από την κλείδα. Από εκεί, ένα
λεπτό ειδικό καλώδιο εισέρχεται στην υποκλείδιο φλέβα και από εκεί
κατευθύνεται στον κόλπο ή κοιλία της καρδίας.
Όταν ο ρυθμός της καρδίας υπερβεί ένα όριο, τότε ο
βηματοδότης παύει αυτόματα να λειτουργεί και όταν ο ρυθμός της καρδίας
κατεβεί κάτω από ένα όριο τότε πάλιν αυτόματα αρχίζει ξανά να λειτουργεί.
Οι γιατροί κατά καιρούς ελέγχουν τις μπαταρίες του
βηματοδότη. Η διάρκεια ζωής των μπαταριών αυτών είναι από 4 έως 8 χρόνια.
Μπορούν ν' αντικατασταθούν με μια μικρή επέμβαση.
Υπάρχουν επίσης και οι προσωρινοί ή εξωτερικοί
βηματοδότες οι οποίοι χρησιμοποιούνται για ένα περιορισμένο χρονικό
διάστημα. Στις περιπτώσεις αυτές μόνο τα καλώδια τοποθετούνται δια
μέσου του στήθους στην καρδία και ο ασθενής μεταφέρει τον βηματοδότη
εξωτερικά.
Είναι σημαντικό οι ασθενείς που έχουν τεχνητό
βηματοδότη να ενημερώνουν τους γιατρούς τους και τα άτομα του
περιβάλλοντός τους ότι έχουν βηματοδότη. Ορισμένα μηχανήματα που
χρησιμοποιούν οι γιατροί ή οι οδοντίατροι μπορούν να επηρεάσουν τη
λειτουργία του βηματοδότη.
Είναι πολύ σημαντικό επίσης οι ασθενείς που έχουν
βηματοδότη να έχουν πάντοτε μαζί τους μια κάρτα ή άλλη ένδειξη (όπως το
βραχιόλι του Medic Alert) που να δηλώνει
ευκρινώς ότι φέρουν βηματοδότη διότι εάν τους συμβεί κάτι, μπορεί οι ίδιοι
να μην είναι σε θέση να μιλήσουν και είναι σημαντικό αυτοί που θα τους
φροντίσουν να γνωρίζουν την ύπαρξη του βηματοδότη.