Η πρόληψη της αθηρωμάτωσης των στεφανιαίων αρτηριών της καρδίας, λόγω ψηλής χοληστερόλης, είναι βασική προϋπόθεση για την προστασία των ανθρώπων από τις καταστροφικές συνέπειες του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Η χοληστερόλη αίματος προέρχεται βασικά από δύο πηγές. Το μεγαλύτερο μέρος, της τάξης του 80% προέρχεται από τη σύνθεση της χοληστερόλης στο συκώτι και περίπου 20% από τη διατροφή.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η καθιστική ζωή, η παχυσαρκία, η ανθυγιεινή διατροφή μας, πλούσια σε θερμίδες και κορεσμένα ζωικά λίπη, συμβάλλουν στην αύξηση της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων στο αίμα μας.
Η αύξηση της χοληστερόλης στο αίμα, ιδιαίτερα της κακής χοληστερόλης LDL, είναι βασικός παράγοντας πρόκλησης στένωσης των στεφανιαίων αρτηριών, καρδιακής προσβολής και ξαφνικού θανάτου.
Οι στατίνες είναι μια ομάδα φαρμάκων που εμποδίζουν τη σύνθεση χοληστερόλης στο συκώτι. Πρόκειται για φάρμακα που είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στο να μειώνουν τη χοληστερόλη, να προστατεύουν τις στεφανιαίες αρτηρίες της καρδίας από την αθηρωμάτωση, να μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος μυοκαρδίου και θανάτου.
Η ανακάλυψη των στατινών, θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες επιτεύξεις της σύγχρονης ιατρικής. Πράγματι προσφέρουν εξαιρετικά ευεργετήματα για την υγεία ενός μεγάλου ποσοστού ανθρώπων.
Στην οικογένεια αυτή των φαρμάκων περιλαμβάνονται: Ατορβαστατίνη (atorvastatin, Lipitor), σιμβαστατίνη (simvastatin, Zocor), φλουβαστατίνη (fluvastatin, Lescol), λοβαστατίνη (lovastatin, Mevacor), πραβαστατίνη (pravastatin, Pravachol).
Τι προσφέρουν οι στατίνες;
Οι στατίνες μειώνουν στο αίμα την κακή χοληστερόλη LDL. Αυξάνουν μόνο λίγο την καλή χοληστερόλη HDL. Η αυξημένη HDL στο αίμα, είναι δείκτης καλής καρδιακής κατάστασης.
Επίσης οι στατίνες έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες που βοηθούν εναντίον της οξείδωσης της LDL. Το γεγονός αυτό συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου σχηματισμού πλάκας αθηρωμάτωσης, που οδηγεί στη στένωση και απόφραξη των στεφανιαίων και άλλων ζωτικών αρτηριών.
Οι στατίνες έχουν και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες που μειώνουν τη φλεγμονή στις πλάκες αθηρωμάτωσης που σχηματίζονται στις στεφανιαίες αρτηρίες. Μειώνοντας τη φλεγμονή, προλαμβάνεται ο κίνδυνος ρήξης της πλάκας, αποκοπής και σχηματισμού θρόμβων που είναι σε θέση να αποφράσσουν αρτηρίες και να οδηγούν σε έμφραγμα μυοκαρδίου.
Τέλος, οι στατίνες έχουν επιδράσεις στα αιμοπετάλια και σε άλλους παράγοντες που συμβάλλουν στην πήξη του αίματος, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο σχηματισμού αποφρακτικών θρόμβων.
Ποιοι ασθενείς πρέπει να παίρνουν στατίνες;
Δεν είναι απαραίτητο κάποιος να είναι καρδιοπαθής ή να έχει ψηλή συνολική και κακή χοληστερόλη LDL για να παίρνει στατίνες.
Ακόμη και εάν έχει μόνο μέτρια αύξηση της χοληστερόλης, αλλά παρουσιάζει άλλους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο του για καρδιακή πάθηση, οι στατίνες πιθανόν να τον ωφελούν.
Το ερώτημα είναι πότε πρέπει ένας ασθενής να αρχίζει να παίρνει στατίνες;
Το ιστορικό του ασθενούς έχει μεγάλη σημασία στη λήψη της απόφασης.
Οι ασθενείς που πάσχουν από καρδιακή πάθηση, ιδιαίτερα λόγω στεφανιαίας νόσου, ασθενείς που ήδη έχουν παρουσιάσει μια καρδιακή προσβολή και οι διαβητικοί, πιθανότατα θα πρέπει να παίρνουν στατίνες μετά από μελέτη της περίπτωσης τους και συμβουλή από το γιατρό τους.
Για ασθενείς, που δεν ανήκουν στις πιο πάνω ομάδες, το σκεπτικό της απόφασης για τη λήψη ή όχι στατινών, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους παράγοντες κινδύνου που έχουν.
Πράγματι παράγοντες, όπως το κάπνισμα, η ψηλή πίεση (ψηλότερη από 140/90), το οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου της καρδίας σε συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, αδέλφια, παιδιά), η χαμηλή καλή χοληστερόλη HDL (χαμηλότερη από 40 mg/dl), η ηλικία (άνδρες άνω των 45 και γυναίκες άνω των 55 ετών), η ψηλή C-αντιδρώσα πρωτεΐνη αίματος (δείκτης φλεγμονής) αυξάνουν τις πιθανότητες καρδιακής νόσου.
Ο γιατρός θα αξιολογήσει τους παράγοντες κινδύνου που έχει ο κάθε ασθενής. Όσο πιο πολλούς παρουσιάζει μαζί με αύξηση της χοληστερόλης αίματος, τόσο πιο πολλές είναι οι πιθανότητες να χρειάζεται να παίρνει ένα φάρμακο της κατηγορίας των στατινών.
Πρέπει να προσθέσουμε, ότι η δράση των στατινών πιθανόν να είναι ευεργετική και σε άλλες παθήσεις. Υπάρχουν ερευνητικά στοιχεία για την πρόληψη των εγκεφαλικών επεισοδίων, του διαβήτη, της άνοιας, της κατά πλάκας σκλήρυνσης και άλλων παθήσεων. Χρειάζεται όμως ακόμη περισσότερη τεκμηρίωση προτού γίνει αποδεκτή η χρήση των στατινών για σκοπούς πρόληψης των εν λόγω ασθενειών.
Οι στατίνες χορηγούνται 1 φορά την ημέρα, κατά προτίμηση τη νύχτα. Ο λόγος είναι διότι το συκώτι παράγει περισσότερη χοληστερόλη τη νύχτα παρά την ημέρα.
Χρειάζονται μερικές εβδομάδες από την έναρξη της λήψης των στατινών για σημειωθεί μείωση της LDL χοληστερόλης στο αίμα. Μια πρώτη μέτρηση μπορεί να γίνει 6 με 8 εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας με στατίνη. Για να αξιολογηθεί η δράση της και να υπολογιστεί κατά πόσο χρειάζεται οποιαδήποτε αλλαγή, χρειάζεται μια δεύτερη μέτρηση μερικές εβδομάδες αργότερα.
Ποιες οι επιπλοκές που δυνατόν να προκαλέσουν οι στατίνες;
Οι επιπλοκές που προκαλούν οι στατίνες είναι λίγες. Σπάνια προκαλούν ενοχλήσεις στο στομάχι, αέρια, δυσκοιλιότητα και πόνους στην κοιλιά.
Επίσης σπάνια είναι δυνατόν να προκαλέσουν βλάβες στο συκώτι. Σε ασθενείς με ηπατικά προβλήματα που πρέπει να παίρνουν στατίνες, είναι απαραίτητο να γίνονται τεστ για έλεγχο της ηπατικής λειτουργίας.
Ακόμη μια σπάνια επιπλοκή που μπορούν να προκαλέσουν οι στατίνες είναι η μυοσίτιδα. Πρόκειται για φλεγμονή των μυών που εκδηλώνεται με πόνους και αδυναμία μυών. Εάν υπάρχουν τέτοια συμπτώματα σε ασθενείς που λαμβάνουν στατίνες, είναι απαραίτητο να διακόπτεται η θεραπεία και να γίνεται έλεγχος των μυϊκών ενζύμων.
Ασθενείς που παίρνουν στατίνες πρέπει να ενημερώνουν τους γιατρούς τους εάν λαμβάνουν οποιαδήποτε άλλα φάρμακα ή συμπληρώματα. Μπορεί να υπάρχουν αλληλεπιδράσεις με κίνδυνο επιπλοκών.
Αντιβιοτικά, όπως η ερυθρομυκίνη και η κλαριθρομυκίνη, πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς που λαμβάνουν στατίνες διότι αυξάνουν τον κίνδυνο μυοσίτιδας. Επίσης οι ασθενείς που λαμβάνουν το αντιπηκτικό βαρφαρίνη, πιθανόν να πρέπει να αποφεύγουν τη λοβαστατίνη και τη φλουβαστατίνη.
Τι μπορεί να γίνει για ασθενείς που δεν μπορούν να λαμβάνουν στατίνες;
Στους ασθενείς αυτούς, υπάρχουν διάφορα άλλα φάρμακα που είναι σε θέση να βοηθούν για τη μείωση της χοληστερόλης.
Η νιακίνη μπορεί να μειώνει τη συνολική χοληστερόλη, την κακή χοληστερόλη LDL, τα τριγλυκερίδια και να αυξάνει την καλή χοληστερόλη HDL. Δυστυχώς δεν είναι καλά ανεκτή από τους περισσότερους ανθρώπους και για αυτό η χρήση της είναι περιορισμένη.
Άλλα φάρμακα περιλαμβάνουν τις φιμπράτες (fibrates) που μειώνουν τα επίπεδα τριγλυκεριδίων στο αίμα, αυξάνουν την καλή χοληστερόλη HDL στο αίμα. Τέτοια φάρμακα είναι: Κλοφιβράτη (clofibrate, Atromid), γεμφιβροζίλη (gemfibrozil, Lopid) και φενοφιβράτη (fenofibrate, Tricor).
Οι ρητίνες δέσμευσης χολικών οξέων μειώνουν την κακή χοληστερόλη LDL στο αίμα διότι δεσμεύουν τα χολικά οξέα στο έντερο και δεν επιτρέπουν την επαναπορρόφηση τους, συμβάλλοντας έτσι σε μεγαλύτερη αποβολή της χοληστερόλης που είναι απαραίτητη για τη σύνθεση τους. Παράλληλα όμως μειώνουν στο αίμα την καλή χοληστερόλη HDL γεγονός που καθιστά τη χρήση τους σπάνια.
Τα φάρμακα αναστολής της απορρόφησης της χοληστερόλης όταν χρησιμοποιούνται παράλληλα με τις στατίνες, είναι αποτελεσματικά στη μείωση της χοληστερόλης αίματος. Το φάρμακο εζετιμίβη (ezetimibe, Zetia) ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για ένα ισχυρό και εκλεκτικό αναστoλέα απoρρόφησης της χoληστερόλης πoυ μπoρεί να χρησιμoπoιηθεί σαν μoνoθεραπεία και σαν συνδυασμένη θεραπεία με στατίνη.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η απόφαση για τη λήψη φαρμάκων για τη μείωση χοληστερόλης στο αίμα είναι πολύ σημαντική. Είναι βέβαια απαραίτητο να γνωρίζουμε πόση είναι στο αίμα μας η συνολική, η καλή HDL και η κακή LDL χοληστερόλη.
Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι εκτός από τη λήψη φαρμάκων, για τη μείωση των λιπιδίων στο αίμα μας (τριγλυκερίδια και χοληστερόλη), πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε μια διατροφή με μειωμένα ζωικά κορεσμένα λίπη, να μην αμελούμε τη σωματική άσκηση, να διατηρούμε ένα κανονικό βάρος σώματος μειώνοντας την πρόσληψη περιττών θερμίδων αποφεύγοντας έτσι την παχυσαρκία.
Η συζήτηση με το γιατρό στην κάθε περίπτωση, με τα επί μέρους χαρακτηριστικά και παράγοντες κινδύνου του ασθενούς, επιτρέπουν τη λήψη της καλύτερης δυνατής απόφασης.