Ο
καρκίνος της
ουροδόχου
κύστης μπορεί
να εκδηλωθεί
με αιματουρία,
πόνο κατά τη
διάρκεια της
ούρησης,
συχνοουρία
και αίσθημα
ανάγκης για
διούρηση
χωρίς όμως να
εξέρχονται
ούρα.
Εμφανίζεται
πιό συχνά
στους άνδρες
παρά στις
γυναίκες και
ενώ στούς
άνδρες είναι ο
τέταρτος πιο
συχνός
καρκίνος,
στις γυναίκες
είναι ο όγδοος.
Τό
κάπνισμα, μέσω
της εισπνοής
πολλών
τοξικών
ουσιών που
περιέχει ο
καπνός, μπορεί
να προκαλέσει
καρκίνο της
ουροδόχου
κύστης.
Πολλές
τοξικές
ουσίες που
εισέρχονται
στον
οργανισμό
μέσω του
καπνίσματος
αποβάλλονται
περνώντας από
την ουροδόχο
κύστη. Σχεδόν
όλοι οι
ασθενείς που
πάσχουν απο
τον καρκίνο
αυτό είναι
καπνιστές.
Η
διάγνωση
βασίζεται
στην κλινική
εξέταση, σε
εξετάσεις
αίματος και
ούρων,
ενδοφλέβια
πυελογραφία,
κυτταρολογική
εξέταση των
ούρων και
κυστεοσκόπηση.
Μια νέα,
ανώδυνη και
εύκολη
μέθοδος
περιγράφεται
από
Αμερικανούς
ερευνητές απο
το Yale University School of Medicine, New Haven
των Η.Π.Α και
δημοσιεύεται
στην πρόσφατη
έκδοση, 17.01.2001, του
Journal of the American Medical Association, (JAMA. 2001;25:324-328).
Η μέθοδος
αυτή
βασίζεται
πάνω στην
ανίχνευση και
ποσοτική
μέτρηση μιας
ειδικής
πρωτείνης
μέσα στα ούρα. H
πρωτείνη αυτή
ονομάζεται survivin
(srv) και έχει
την ιδιότητα
να
παρεμποδίζει
την απόπτωση.
Η απόπτωση
είναι ο
φυσιολογικός
μηχανισμός
μέσω του
οποίου τα
κύτταρα του
οργανισμού
πεθαίνουν.
Η
πρωτείνη αυτή
βρίσκεται
αυξημένη σε
αρκετούς
καρκίνους
λόγω του ότι
ανωμαλίες της
απόπτωσης,
όπως ο
περεμποδισμός
της,
σχετίζονται
με την
καρκινοποίηση.
Οι
ερευνητές
αυτοί (Shannon, Smith και
άλλοι)
μέτρησαν τη
συγκέντρωση
της survivin στα
ούρα σε
5 ομάδες
ασθενών: α) σε 17υγιείς
εθελοντές, β)
σε 30 ασθενείς
με μη
καρκινικές
παθήσεις του
ουροποιητικού
συστήματος γ)
σε 30 ασθενείς
με καρκίνο της
ουροδόχου
κύστης δ) σε 46
ασθενείς με
νεοδιαγνωσθέντα
ή
υποτροπιάζοντα
καρκίνο της
ουροδόχου
κύστης ε) σε 35
ασθενείς με
καρκίνο της
ουροδόχου
κύστης που
είχαν
υποβληθεί σε
θεραπεία.
Τα
αποτελέσματα
έδειξαν ότι
όλοι οι 46
ασθενείς με
νεοδιαγνωσθέντα
ή
υποτροπιάζοντα
καρκίνο της
ουροδόχου
κύστης είχαν
αυξημένη
συγκέντρωση
της survivin
στα ούρα.
Αυτοί που
είχαν χαμηλού
βαθμού
κακοήθειας
όγκους είχαν
και
χαμηλότερα
επίπεδα της
πρωτείνης
αυτής.
Επίσης
από τους 35 οι
οποίοι είχαν
υποβληθεί σε
θεραπεία για
καρκίνο της
ουροδόχου
κύστης, οι 32
ήσαν
αρνητικοί και
είχαν και
αρνητικά
ευρήματα κατά
την
κυστεοσκόπηση.
Από τους
υγιείς
εθελοντές
κανένας δεν
ήταν θετικός.
Από αυτούς οι
οποίοι είχαν
άλλες
παθήσεις του
ουροποιητικού
συστήματος (30)
μόνο 3 ήσαν
θετικοί οι
οποίοι είχαν
ταυτόχρονα
και ανωμαλίες
στην
κυστεοσκόπηση.
Τα
συμπεράσματα
της μελέτης
αυτής είναι
σημαντικά.
Πρόκειται για
μια ανώδυνη
και εύκολη
εξέταση που
μπορεί με
μεγάλη
ακρίβεια και
ευαισθησία να
δείξει ότι
κάποιος
ασθενής
παρουσιάζει ή
όχι ένα νέο ή
υποτροπιάζοντα
καρκίνο της
ουροδόχου
κύστης.
Η εξέταση
αυτή φαίνεται
να είναι
χρήσιμη όχι
μόνο για την
ανίχνευση και
διάγνωση του
καρκίνου
αυτού αλλά και
για την
παρακολούθηση
της εξέλιξης
των ασθενών
που έχουν
υποβληθεί σε
θεραπεία.
Παρά το
γεγονός ότι
ένας μεγάλος
αριθμός
τέτοιων
ασθενών
ανταποκρίνονται
καλά στις
αρχικές
θεραπείες και
έχουν ένα πολύ
ψηλό ποσοστό
πεντάχρονης
επιβίωσης της
τάξης του 90-95%,
δυστυχώς ένα
ποσοστό πέραν
του 80% δυστυχώς
υποτροπιάζει.
Αυτό
δείχνει τη
μεγάλη ανάγκη
για
μακροχρόνια
και
συστηματική
παρακολούθηση
των ασθενών
αυτών και ίσως
εξετάσεις σαν
αυτή να
βελτιώσουν
τόσο την
αποτελεσματικότητα
της
παρακολούθησης
αλλά και την
ποιότητα ζωής
των ασθενών
λόγω του ότι
είναι ανώδυνη.
Η έγκαιρη
διάγνωση του
καρκίνου
αυτού είναι
πολύ
σημαντική διότι
όταν η
θεραπεία
γίνει νωρίς
αποφεύγεται η
εξάπλωση του
βαθύτερα στην
ουροδόχο
κύστη αλλά και
σε άλλα
γειτονικά
όργανα και
ιστούς.
Χρειάζονται
ακόμα και
άλλες μελέτες
που να
επιβεβαιώνουν
τα ευρήματα
της μελέτης
αυτής και ίσως
μελλοντικά η
εξέταση αυτή
να
χρησιμοποιηθεί
και για
ανιχνευτικά
προγράμματα
σε επίπεδο
όλου του
πληθυσμού για
ανίχνευση και
έγκαιρη
διάγνωση του
καρκίνου της
ουροδόχου
κύστης.