Κατά τα τελευταία 30 χρόνια έχει καταγραφεί στην Ευρώπη, μια σημαντική αύξηση του αριθμού των περιπτώσεων καρκίνου σε παιδιά και σε έφηβους. Παράλληλα έχει σημειωθεί μια επιτάχυνση της τάσης αυτής.
Από το 1970 έως το 1999, σε παιδιά ηλικίας από 0 έως 14 ετών, έχει καταγραφεί μια αύξηση 1% ετησίως. Για την ίδια χρονική περίοδο, στους έφηβους ηλικίας από 15 έως 19 ετών, έχει παρατηρηθεί μια αύξηση της τάξης του 1,5% ετησίως.
Οι αυξήσεις περιπτώσεων καρκίνου στα παιδιά υπήρξαν για όλες τις μορφές κακοήθων νόσων. Στους έφηβους οι σημαντικότερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν για τα καρκινώματα, τα λεμφώματα και τους όγκους των γεννητικών κυττάρων.
Δεν έχει αναγνωριστεί στην Ευρώπη, συγκεκριμένη αιτία που ευθύνεται για τη σημαντική αύξηση που καταγράφηκε στη συχνότητα του παιδικού και εφηβικού καρκίνου. Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν στην πρόκληση καρκίνου.
Η έκθεση των παιδιών σε μολυσματικούς παράγοντες, η ανάμειξη πληθυσμών και αλλαγές που παρατηρήθηκαν στο βάρος γέννησης των παιδιών, διερευνώνται ως πιθανοί αιτιολογικοί παράγοντες στη γένεση κακοήθων νόσων στα παιδιά.
Τα βαρυσήμαντα αυτά δεδομένα, προέκυψαν από έρευνα του International Agency for Research on Cancer με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έρευνα βασίστηκε στο σύστημα ACCIS (Automated Childhood Cancer Information System).
Συλλέχθηκαν για 30 χρόνια στοιχεία από 80 αρχεία παιδικού και εφηβικού καρκίνου από 35 χώρες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, σχετικά με την συχνότητα των κακοήθων νόσων, την επιβίωση και τη θνησιμότητα.
Εξετάστηκε κατά πόσο, η αύξηση των περιστατικών καρκίνου που καταγράφηκε σε παιδιά και έφηβους, οφείλεται σε μια καλύτερη διάγνωση των περιστατικών και καλύτερη επιδημιολογική καταγραφή τους. Οι παράγοντες αυτοί, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με μια πραγματική αύξηση των περιστατικών, λήφθηκαν υπ' όψη.
Διαπιστώθηκε, με βάση αρχεία καρκίνου που τηρούνται για μερικές δεκαετίες, ότι υπάρχει μια πραγματική αύξηση των περιστατικών παιδικού και εφηβικού καρκίνου που δεν οφείλεται σε καλύτερη διάγνωση ή καλύτερη καταγραφή των περιπτώσεων.
Λήφθηκαν ακόμη υπόψη και γεγονότα, όπως το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ. Μετά από το ατύχημα αυτό, καταγράφηκε μια σημαντική αύξηση των καρκίνων θυρεοειδούς αδένα στα παιδιά. Η διόρθωση που έγινε λόγω του γεγονότος αυτού, έδειξε ότι το ατύχημα ήταν υπεύθυνο για την αύξηση που καταγράφηκε στην Ανατολική Ευρώπη.
Υπήρχαν σημαντικές διαφορές όσον αφορά την επιβίωση των παιδιών και εφήβων που διαγνώστηκαν με καρκίνο, στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη. Η συνολική επιβίωση 5 ετών για τα παιδιά κατά τη δεκαετία του 1990, ήταν 75% στη Δυτική Ευρώπη και 64% στην Ανατολική Ευρώπη. Η πενταετής επιβίωση ήταν περίπου η ίδια για τους έφηβους στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη.
Η διαφορά στην επιβίωση των παιδιών με καρκίνο που παρατηρήθηκαν, μπορεί να οφείλονται σε μια γρηγορότερη παρουσίαση και διάγνωση των περιστατικών, στην ύπαρξη καλύτερων κέντρων θεραπείας για τον παιδικό και εφηβικό καρκίνο και τέλος σε οικονομικούς παράγοντες που καθιστούν δυνατή τη διάθεση προς τα παιδιά αυτά, πολύπλοκων και δαπανηρών θεραπειών.
Με την ευκαιρία αυτή θέλουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι παγκοσμίως, τα περισσότερα περιστατικά καρκίνου σε παιδιά και έφηβους, περίπου το 80%, εμφανίζονται σήμερα σε τριτοκοσμικές, φτωχές χώρες. Εκεί η ανυπαρξία πόρων, φαρμάκων ή άλλων θεραπειών, εξειδικευμένων γιατρών, νοσηλευτών και νοσοκομειακών κέντρων, οδηγεί στο θάνατο το 80%-90% των παιδιών.
Αντίθετα σε πλούσιες χώρες στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Αυστραλία, τα ποσοστά ίασης των παιδιών με καρκίνο ή λευχαιμία, κοντεύουν στο 80%. Οι αναπτυγμένες χώρες έχουν υποχρέωση να βοηθήσουν τις φτωχότερες χώρες να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν υποδομή τέτοια που να προσφέρει όσον το δυνατό καλύτερη φροντίδα σε παιδιά που πάσχουν από καρκίνους.
Συμπερασματικά πιστεύουμε ότι η έρευνα του International Agency for Research on Cancer, μας προσφέρει πολύτιμες νέες πληροφορίες σχετικά με τη συχνότητα, την αιτιολογία και την επιβίωση των παιδιών και εφήβων που πάσχουν από καρκίνο ή λευχαιμία στην Ευρώπη.
Τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν τη βάση σύγκρισης για μελλοντικές εξελίξεις σχετικά με τη συχνότητα και την ολική αντιμετώπιση του σοβαρού ιατρικού και κοινωνικού προβλήματος του παιδικού και εφηβικού καρκίνου.
Συγγραφέας του άρθρου:
Καθηγητής Λοΐζος Γ. Λοΐζου,
Πρόεδρος Ιδρύματος ΕΛΠΙΔΑ για παιδιά με καρκίνο και λευχαιμία
Κλινικός Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Παιδίατρος, Παιδογκολόγος-Παιδοαιματολόγος, Διευθυντής Παιδογκολογικής – Παιδοαιματολογικής Κλινικής
Νοσοκομείο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ, Λευκωσία