Η κολονοσκόπηση είναι εξέταση που σώζει ζωές. Η εξέταση αυτή, είναι σε θέση να ανιχνεύει έγκαιρα στο παχύ έντερο πολύποδες που έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε καρκίνο του παχέος εντέρου.
Ανιχνεύοντας έγκαιρα τις προκαρκινικές αλλοιώσεις στο παχύ έντερο, η κολονοσκόπηση επιτρέπει την αφαίρεση τους. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται η ανάπτυξη και εξάπλωση του καρκίνου του ταχέος εντέρου που θέτει τη ζωή του ασθενούς σε κίνδυνο.
Ο αριθμός των νέων περιστατικών με καρκίνο του παχέος εντέρου παρουσιάζει ανησυχητική αύξηση. Είναι δυστυχώς η δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου λόγω καρκίνου
Παρά το γεγονός ότι η κολονοσκόπηση είναι μια πολύτιμη μέθοδος για την πρόληψη του καρκίνου, εντούτοις πολλοί ασθενείς την αποφεύγουν λόγω φόβων και άλλων μύθων που επικράτησαν για την εξέταση.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάνουν την εξέταση λιγότερο από 60% των Αμερικανών άνω των 50 ετών που πρέπει να κάνουν κολονοσκόπηση. Επιπρόσθετα το 33% των ασθενών που έχουν προγραμματισμένο ραντεβού για να κάνουν κολονοσκόπηση, το ακυρώνουν.
Το πρόβλημα του φόβου της κολονοσκόπησης είναι μεγάλο και σοβαρό. Είναι αποτυχία του συστήματος πρόληψης του καρκίνου και μεταφράζεται σε άδικη απώλεια ζωών.
Οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάνουν την εξέταση εξαιτίας φόβων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή λόγω του ότι παραμένουν σε αυτούς, παρά την ενημέρωση, αναπάντητα ερωτήματα που τους αποτρέπουν να κάνουν την εξέταση.
Για το λόγο αυτό καταβάλλονται προσπάθειες με στόχο την καλύτερη εφαρμογή του συστήματος πρόληψης του καρκίνου του παχέος εντέρου με την κολονοσκόπηση. Η ενημέρωση του πληθυσμού είναι θεμέλιος λίθος της προσπάθειας.
Για τα άτομα που πρέπει να κάνουν την εξέταση, η ενημέρωση από το γιατρό και τα ενημερωτικά φυλλάδια είναι οι συχνότερες μέθοδοι για την πληροφόρηση τους σχετικά με την εξέταση στην οποία πρέπει να υποβληθούν. Ωστόσο οι μέθοδοι αυτές δεν είναι επαρκείς.
Γιατροί από το πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, δοκίμασαν με σκοπό να την αξιολογήσουν, μια άλλη ενδιαφέρουσα μέθοδο. Επέλεξαν 5 ασθενείς που είχαν υποβληθεί στην εξέταση. Τους εκπαίδευσαν για τα σχετικά της κολονοσκόπησης, για τα βασικά σημεία, τις μεθόδους ανίχνευσης και πρόληψης του καρκίνου παχέος εντέρου. Παράλληλα εκπαίδευσαν τους εθελοντές ασθενείς σε μεθόδους επικοινωνίας.
Στη συνέχεια με προοδευτικό τυχαιοποιημένο τρόπο, κατένειμαν σε 2 ομάδες με ανάλογα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, 275 νέους ασθενείς που έπρεπε να κάνουν κολονοσκόπηση και στους οποίους δινόταν ραντεβού για αυτό. Οι ασθενείς στην κάθε ομάδα λάμβαναν οδηγίες και συμβουλές από το γιατρό τους για την εξέταση.
Επιπρόσθετα, η μια ομάδα λάμβανε ως πληροφόρηση, ειδικό έντυπο ενημερωτικό υλικό. Η άλλη λάμβανε τηλεφώνημα από τους 5 εκπαιδευμένους ασθενείς οι οποίοι στήριζαν, ενημέρωναν, απαντούσαν ερωτήσεις και επεξηγούσαν στους ασθενείς που είχαν ραντεβού για κολονοσκόπηση.
Η ανάλυση των ευρημάτων έδειξε ότι η τηλεφωνική επικοινωνία των εκπαιδευμένων ασθενών με αυτούς που έπρεπε να κάνουν την κολονοσκόπηση, ήταν ευεργετική και αποτελεσματικότερη από την άλλη μέθοδο.
Το 80% των ασθενών που λάμβαναν την τηλεφωνική στήριξη, δήλωναν ότι η παρέμβαση αυτή, ήταν πολύ βοηθητική. Δήλωναν ότι εκτιμούσαν ιδιαίτερα και τους ενδιέφερε να ακούσουν τις εμπειρίες άλλων ασθενών. Επιπρόσθετα δήλωναν ότι είχαν ανάγκη για περισσότερη πληροφόρηση από εκείνη που τους προσέφερε ο γιατρός τους.
Από την ομάδα τηλεφωνικής στήριξης, σχεδόν το 70% τηρούσε τα ραντεβού κανονικά και έκανε τελικά την εξέταση. Από την ομάδα αυτών που λάμβαναν το ενημερωτικό έντυπο υλικό, μόνο 52% προσέρχονταν για την προγραμματισμένη κολονοσκόπηση. Από τους ασθενείς που αρνιούνταν οποιασδήποτε μορφής επιπρόσθετη ενημερωτική παρέμβαση, μόνο 48% προσέρχονταν για την εξέταση.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι η στήριξη ασθενών που έχουν αυξημένες πιθανότητες να μην τηρήσουν το ραντεβού τους για κολονοσκόπηση από ειδικά εκπαιδευμένους ασθενείς που έκαναν την εξέταση, βοηθά σημαντικά στην αύξηση του ποσοστού αυτών που κάνουν τελικά την εξέταση.
Επισημαίνεται, ότι προηγούμενες έρευνες, έδειξαν ότι η πληροφόρηση που δίνουν οι γιατροί για τη νόσο και την εξέταση στους ασθενείς τους που πρόκειται να υποβληθούν σε αυτή, θεωρείται από τους πλείστους ασθενείς ότι δεν είναι αρκετή για να καλύψει τις απορίες, τις ανησυχίες και τους φόβους τους. Το γεγονός αυτό μπορεί να ευθύνεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι άνω των 50 ετών που πρέπει να κάνουν την εξέταση, αποφεύγουν να την κάνουν ή ακυρώνουν τα ραντεβού τους.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η νέα αυτή προσέγγιση στήριξης των ασθενών από άλλους ειδικά εκπαιδευμένους, ανάλογους ασθενείς, μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του σοβαρού προβλήματος της μη προσέλευσης για κολονοσκόπηση.
Σε άτομα άνω των 50 ετών, συστήνεται η εξέταση κοπράνων για ανίχνευση αίματος σε λανθάνουσα μορφή κάθε χρόνο.
Η κολονοσκόπηση πρέπει να αρχίζει να γίνεται από την ηλικία των 50 ετών. Στη συνέχεια συστήνεται να γίνεται για κάθε 5 έως 10 χρόνια ή ανάλογα με το ιστορικό και τα ευρήματα της πρώτης εξέτασης και με αυτά που θα αποφασίσει ο γιατρός.