Οι πολύποδες του παχέος εντέρου είναι μαλακά, σαρκώδη ή ινώδη τμήματα που αναπτύσσονται στη βλεννώδη εσωτερική επιφάνεια του εντέρου.
Πολύποδες του παχέος εντέρου είναι δυνατόν να σχηματίζονται στο 40% έως 50% του πληθυσμού. Ο αριθμός και το μέγεθος των πολυπόδων αυξάνεται με την ηλικία, ιδιαίτερα σε ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό πολυπόδων και καρκίνο του παχέος εντέρου.
Στην αιτιολογία των πολυπόδων παίζει σημαντικό ρόλο η διατροφή. Όταν είναι πλούσια σε λίπη και χαμηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες ευνοεί την ανάπτυξη των πολυπόδων. Η ασπιρίνη και άλλα ανάλογα αντιφλεγμονώδη φάρμακα μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης τους.
Οι πολύποδες μπορούν να έχουν διάφορα μεγέθη και σχήματα. Η μικροσκοπική τους εξέταση μπορεί να δείξει διαφορετικές ιστολογικές μορφές. Οι περισσότεροι πολύποδες έχουν καλοήθη ιστολογία.
Μερικοί από αυτούς τους πολύποδες έχουν την ικανότητα να εξελιχθούν σε καρκίνο. Πρόκειται για προκαρκινικές καταστάσεις και οι πολύποδες αυτοί ονομάζονται αδενώματα. Χρειάζονται περίπου από 5 έως 10 χρόνια για ένα καλοήθη πολύποδα να εξελιχθεί σε καρκίνο.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι καρκίνοι του παχέος εντέρου προέρχονται από αυτούς τους πολύποδες με προκαρκινικό χαρακτήρα. Όμως οι περισσότεροι πολύποδες με προκαρκινικό χαρακτήρα δεν εξελίσσονται σε καρκίνο.
Οι πολύποδες και ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι σπάνιοι πριν από την ηλικία των 40 ετών. Η συχνότητα και των δύο καταστάσεων αυξάνεται με την αύξηση της ηλικίας. Οι περισσότεροι πολύποδες και ο καρκίνος στα πρώτα του στάδια, είναι δυνατόν να μην προκαλούν συμπτώματα. Όμως οι μεγάλοι πολύποδες μπορούν να προκαλούν πόνο στην κοιλιά, διαταραχές στα έντερα ή αιμορραγία.
Για να μειωθεί ο αριθμός των θανάτων λόγω καρκίνου παχέος εντέρου, είναι απαραίτητο να ανιχνεύονται οι πολύποδες ή οι καρκίνοι στα πρώιμα τους στάδια, προτού ακόμη προκαλέσουν συμπτώματα.
Η ανίχνευση των πολυπόδων σε άτομα άνω των 40 ετών χωρίς συμπτώματα και με συνήθη κίνδυνο για καρκίνο παχέος εντέρου, περιλαμβάνει τον ετήσιο έλεγχο για έλεγχο αίματος σε λανθάνουσα κατάσταση στα κόπρανα (ανίχνευση αίματος που δεν φαίνεται στο γυμνό μάτι).
Όταν πραγματοποιείται κολονοσκόπηση σε ασθενείς που παρουσιάζουν ένα θετικό τεστ κοπράνων κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, διαπιστώνεται ότι το 5% έως το 12% έχουν καρκίνο παρά το γεγονός ότι δεν είχαν συμπτώματα. Επιπρόσθετα ανακαλύπτονται πολύποδες με προκαρκινικό χαρακτήρα σε 20% έως 38% αυτών των ασθενών.
Ο έλεγχος των κοπράνων μια φορά το χρόνο για την ανίχνευση αίματος σε λανθάνουσα μορφή, μειώνει τους θανάτους λόγω καρκίνου του παχέος εντέρου κατά 30%.
Η σιγμοειδοσκόπηση (εξετάζεται ενδοσκοπικά μόνο το ορθό και το υπόλοιπο, κατώτερο μέρος του παχέος εντέρου) συστήνεται σε όλα τα άτομα άνω των 50 ετών με συνήθη κίνδυνο προσβολής από καρκίνο.
Το ανιχνευτικό αυτό τεστ, μειώνει τον κίνδυνο θανάτου λόγω καρκίνου παχέος εντέρου κατά 80%. Εάν η εξέταση είναι αρνητική, τότε συστήνεται επανάληψη κάθε 5 χρόνια. Αντίθετα εάν βρεθεί ότι υπάρχει ένας προκαρκινικός πολύποδας, τότε γίνεται εξέταση όλου του παχέος εντέρου με στόχο να ανακαλυφθούν και άλλοι πολύποδες στο υπόλοιπο παχύ έντερο που πιθανόν να υπάρχουν.
Κατά την κολονοσκόπηση εάν ανακαλυφθούν πολύποδες, μπορούν να αφαιρεθούν. Η ιστολογική τους εξέταση δείχνει κατά πόσο έχουν προκαρκινικό χαρακτήρα ή είναι ήδη καρκίνος. Στις περιπτώσεις που διαπιστώθηκε η ύπαρξη προκαρκινικών πολυπόδων τότε χρειάζεται να γίνει επαναληπτική κολονοσκόπηση σε 3 έως 5 χρόνια. Το διάστημα αυτό μπορεί να σμικρυνθεί στις περιπτώσεις που η πρώτη εξέταση δεν είχε συμπληρωθεί ή όταν βρέθηκαν πολλοί ή καρκινικοί πολύποδες.
Η σιγμοειδοσκόπηση και η κολονοσκόπηση είναι ιατρικές εξετάσεις που έχουν σχετικά μεγάλο βαθμό ασφάλειας. Σπάνια μπορούν να συμβούν μερικά προβλήματα όπως καρδιακά και αναπνευστικά λόγω των ηρεμιστικών που κάποτε πρέπει να χορηγούνται. Επίσης μπορεί να προκληθούν μικρές αιμορραγίες και βλάβες στο παχύ έντερο. Όμως γενικά τα ωφελήματα των εξετάσεων αυτών είναι πολύ πιο σημαντικά των κινδύνων που εμπεριέχουν.
Οι συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου, έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν προκαρκινικούς πολύποδες και καρκίνο. Ο κίνδυνος δεν είναι σημαντικός εάν μόνο ένα πιο ηλικιωμένο μέλος της οικογένειας έχει προσβληθεί.
Αντίθετα ο κίνδυνος είναι μεγάλος εάν έχουν προσβληθεί δύο ή περισσότερα μέλη στην οικογένεια ή εάν ένα μέλος έχει παρουσιάσει προκαρκινικό πολύποδα ή καρκίνο πριν από την ηλικία των 60 ετών. Το πρόγραμμα ανίχνευσης στους ασθενείς αυτούς πρέπει να αρχίζει από την ηλικία των 40 ετών.
Άλλες ομάδες πληθυσμού που έχουν μεγαλύτερο από το συνήθη κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου περιλαμβάνουν οικογένειες με ιστορικό οικογενής πολυποδίασης, ασθενείς με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα, νόσος του Crohn) και κληρονομική μορφή καρκίνου του παχέος εντέρου που δεν σχετίζεται ε πολύποδες. Για την κάθε περίπτωση ανάλογα με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, χρειάζεται ένα ειδικό πρόγραμμα για το χρόνο, τη συχνότητα και το είδος του ανιχνευτικού προγράμματος που χρειάζεται.
Τελειώνοντας θέλουμε να τονίσουμε ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου όταν ανιχνευθεί έγκαιρα, μπορεί να ιαθεί. Εάν ο καρκίνος αυτός ανιχνευτεί σε προχωρημένα στάδια, οι πιθανότητες ίασης μειώνονται δραστικά.