Ο
καρκίνος του στόματος είναι ο πιο
συχνός καρκίνος που εκδηλώνεται στην κεφαλή
και στον λαιμό. Κάθε χρόνο εμφανίζονται
300.000 νέα περιστατικά παγκοσμίως. Η
ασθένεια προκαλεί σημαντική
νοσηρότητα και θνησιμότητα. Η επιβίωση
στα 5 χρόνια δεν ξεπερνά το 50%. Κατά τα
τελευταία 20 χρόνια δεν έχει επιτευχθεί
περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά τη
βελτίωση της αντιμετώπισης και της
ίασης των ασθενών.
Είναι σημαντικό να αναπτυχθούν
νέες μέθοδοι για την ανίχνευση και
έγκαιρη διάγνωση των καρκίνων αυτών.
Ιδιαίτερα είναι σημαντικό να
αναγνωρίζονται και να
αντιμετωπίζονται κατάλληλα εκείνες οι
βλάβες που όταν εμφανιστούν μέσα στο
στόμα δημιουργούν εύλογη ανησυχία ότι
μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Οι λευκοπλακίες είναι οι
πιο συχνές προκαρκινικές
αλλοιώσεις που βλέπουμε μέσα στο στόμα.
Οι λευκοπλακίες είναι σίγουρα
συχνότερες από τους καρκίνους του
στόματος και μπορούν να παρουσιαστούν
στην βλεννογόνο της παρειάς, στη γλώσσα
και αλλού μέσα στο στόμα.
Οι λευκοπλακίες είναι ένας
δείκτης αυξημένου κινδύνου για την
εκδήλωση καρκίνου οπουδήποτε μέσα στο
στόμα. Δυστυχώς όμως μέχρι σήμερα δεν
υπήρχαν αξιόπιστοι δείκτες που να
βοηθούν τους γιατρούς να καταλάβουν
κατά πόσο οι βλάβες αυτές θα
υποχωρήσουν από μόνες τους ή θα
εξελιχθούν σε καρκίνο.
Μια αξιόλογη μελέτη μας
έρχεται από τη Νορβηγία όπου οι γιατροί
μελέτησαν το περιεχόμενο σε DNA του
ιστού των λευκοπλακιών σε μια
προσπάθεια να δουν εάν ο δείκτης αυτός
θα έδινε από την αρχή της εμφάνισης
τους στοιχεία που θα έδειχναν ότι
τελικά οι βλάβες αυτές θα γίνονταν
καρκινώματα.
Παρακολούθησαν 150 ασθενείς
με λευκοπλακία για περίπου 8,6 χρόνια.
Κάθε χρόνο έκαναν βιοψίες από τις
λευκές πλάκες και κατάτασσαν
ιστολογικά τις ανωμαλίες που έβρισκαν (επιθηλιακές
δυσπλασίες) και μετρούσαν το
περιεχόμενό τους σε DNA (πλοϊδία).
Ακολούθως ερεύνησαν τη σχέση που
υπήρχε μεταξύ της εξέλιξης σε καρκίνο
του στόματος και του περιεχομένου σε DNA.
Στην αρχική αξιολόγηση στο
70% των ασθενών με λευκοπλακία το DNA ήταν
φυσιολογικό. Στους υπόλοιπους, 30%, είχε
ανωμαλίες. Μεταξύ αυτών που είχαν φυσιολογικό
DNA μόνο 3% παρουσίασαν τελικά καρκίνο.
Από αυτούς που είχαν ανωμαλίες του περιεχομένου
σε DNA (είτε λίγο περισσότερα
χρωμοσώματα από φυσιολογικά είτε σαφώς
ανώμαλο αριθμό χρωμοσωμάτων) το 84%
παρουσίασε τελικά καρκίνο του στόματος.
Από το σύνολο των 150 ασθενών
που είχαν λευκοπλακίες με
επιβεβαιωμένη ιστολογικά επιθηλιακή
δυσπλασία, οι 36 (24%) παρουσίασαν καρκίνο
του στόματος μέχρι το τέλος της
περιόδου μελέτης.
Το συμπέρασμα των
γιατρών είναι ότι το περιεχόμενο σε
DNA των βλαβών λευκοπλακίας μέσα στο
στόμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν
δείκτης που μπορεί να προβλέψει την
εκδήλωση καρκίνου του στόματος στο
συγκεκριμένο ασθενή.
Η σημαντική αυτή έρευνα "DNA
content as a prognostic marker in patients with oral leukoplakia"
δημοσιεύεται στο ιατρικό περιοδικό The
New England Journal of Medicine 2001; 344: 1270-1278, στις 26
Απριλίου 2001.
Συνοπτικά πρέπει να πούμε
ότι ο ρόλος των γιατρών και των
οδοντιάτρων στην ανίχνευση των
λευκοπλακιών και των καρκίνων του
στόματος είναι πρωταρχικός.
Η μελέτη του περιεχομένου
σε DNA των λευκοπλακιών θα βοηθήσει στο
να αναγνωρίζονται ποιοι ασθενείς διατρέχουν
περισσότερο κίνδυνο να εκδηλώσουν
καρκίνο του στόματος και σε αυτούς θα
πρέπει να ληφθούν έγκαιρα, επιθετικά
θεραπευτικά μέτρα.