Οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη συχνά δεν αναγνωρίζουν το πρόβλημα τους ή ακόμη δεν μπορούν να περιγράψουν την ψυχολογική καταπόνηση από την οποία υποφέρουν.
Για τους λόγους αυτούς, πολλοί άνθρωποι που πραγματικά υποφέρουν από κατάθλιψη δεν αναζητούν θεραπεία.
Τα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι 25% των ατόμων με σοβαρής μορφής κατάθλιψη παραμένουν χωρίς θεραπεία διότι δεν γίνεται η διάγνωση. Επιπλέον λιγότεροι από το 50% των ασθενών με σοβαρή κατάθλιψη λαμβάνουν θεραπεία.
Είναι απόλυτα αναγκαίο να βελτιωθεί η αναγνώριση της κατάθλιψης για να μπορεί να γίνεται η διάγνωση. Αυτό θα οδηγήσει στη χορήγηση της θεραπείας σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που τη χρειάζονται.
Η καθυστέρηση στη διάγνωση και θεραπεία της κατάθλιψης πηγάζει από παράγοντες σε σχέση με το γιατρό και σε σχέση με τον ασθενή. Οι γιατροί θα μπορούσαν να κάνουν πολλά για να βοηθούν τους ασθενείς τους στην ανίχνευση της κατάθλιψης.
Γιατροί από το πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ των Ηνωμένων Πολιτειών διεξήγαγαν έρευνα σε 116 άνδρες και γυναίκες ηλικίας από 25 έως 64 ετών για να κατανοήσουν καλύτερα το πώς βιώνουν τις καταθλιπτικές καταστάσεις οι ασθενείς ή οι συγγενείς και οι φίλοι τους.
Ο στόχος μετά από την κατανόηση ήταν να γίνουν εισηγήσεις προς τους γιατρούς, στους ασθενείς και στο κοινωνικό σύνολο για βελτίωση της κατάστασης σχετικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία της κατάθλιψης.
Οι ερευνητές από το Ρότσεστερ εισηγούνται στους γιατρούς να κάνουν 3 πράγματα για το σκοπό αυτό:
- Να βοηθούν τους ασθενείς για να βάζουν μια ονομασία στην ψυχολογική τους καταπόνηση.
- Να παρέχουν εξηγήσεις στους ασθενείς τους για την κατάθλιψη, που να είναι σύμφωνα με τις εμπειρίες που αυτοί βιώνουν.
- Να μειώνουν τα αισθήματα σε σχέση με την ενοχή, το στίγμα και το κοινωνικό ταμπού, που συνοδεύουν τη διάγνωση της κατάθλιψης.
Επιπλέον οι γιατροί του Ρότσεστερ προτείνουν διάφορα μέτρα με στόχο τη βελτίωση της επικοινωνίας γιατρού-ασθενούς, την ανάπτυξη μεθόδων σε καίριους τομείς, όπως στο κλινικό επίπεδο, στους τομείς της δημόσιας υγείας και των μέσων μαζικής πληροφόρησης για τη βελτίωση της περίθαλψης στην κατάθλιψη:
- Επειδή οι ασθενείς βιώνουν την κατάθλιψη με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, οι γιατροί πρέπει να προσαρμόζουν τη δική τους προσέγγιση και οπτική γωνία σύμφωνα με τις εμπειρίες των ασθενών και να μην υιοθετούν μια μονοσήμαντη αντίληψη της κατάθλιψης.
- Οι γιατροί δεν πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε λίστες με συμπτώματα για να ανιχνεύουν την κατάθλιψη.
- Οι συζητήσεις σχετικά με ανησυχίες για κατάθλιψη με το γιατρό της πρωτοβάθμιας φροντίδας να γίνονται χωρίς προαπαιτούμενο ο ασθενής να έκανε μόνος του τη διάγνωση ότι πάσχει από κατάθλιψη.
- Οι γιατροί πρέπει να εξηγούν, ότι χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, κοινωνικοί και γενετικοί παράγοντες κάνουν μερικούς ανθρώπους πιο ευάλωτους στην κατάθλιψη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ασθενής πρέπει να δέχεται μομφή ή να αισθάνεται ενοχή για αυτό.
- Πολλοί ασθενείς αμφιβάλλουν κατά πόσο η κατάθλιψη μπορεί να τύχει αποτελεσματικής θεραπείας και ίασης. Οι γιατροί πρέπει να τονίζουν με έμφαση ότι η κατάθλιψη μπορεί αντιμετωπισθεί με επιτυχία.
Είναι γεγονός, ότι πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη υποφέρουν από ψυχολογική καταπόνηση για χρόνια και δεν το γνωρίζουν. Συνηθίζουν σε μια κατάσταση στεναχώριας, κακής διάθεσης, βλέποντας συχνά τα πράγματα της ζωής από την άσχημη τους μεριά χωρίς να καταλαβαίνουν, ότι πάσχουν από κατάθλιψη που μπορεί να γιατρευτεί.
Πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς δεν μπορούν να ονομάσουν αυτά που αισθάνονται. Είναι εδώ που χρειάζονται προσπάθειες από όλους γιατί χωρίς την κατανόηση και ανίχνευση δεν μπορεί να υπάρξει διάγνωση και θεραπεία.
Οι γιατροί, οι οικογένειες, οι φίλοι και τα μέσα πληροφόρησης μπορούν να παροτρύνουν τα άτομα με συμπτώματα κατάθλιψης να αναζητήσουν βοήθεια.
Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση από όλους τους εμπλεκόμενους με στόχο να βοηθηθεί το άτομο με κατάθλιψη να αναγνωρίσει χωρίς φόβο και προκαταλήψεις το πρόβλημα του και να ακολουθήσει την κατάλληλη θεραπεία.