Η μεταμόσχευση του μυελού των οστών είναι μια θεραπευτική μέθοδος, που χρησιμοποιείται για την θεραπεία ορισμένων περιπτώσεων καρκίνου και ιδιαίτερα για τις λευχαιμίες και τα λεμφώματα.
Ιστορικά οι μεταμοσχεύσεις αυτές γίνονταν με τη χρήση κυττάρων από το μυελό των οστών, που λαμβανόταν με παρακεντήσεις από τα οστά του δότη, κάτω από γενική αναισθησία.
Μεταγενέστερα, αναπτύχθηκε μια άλλη μέθοδος όπου τα κύτταρα τα οποία είναι απαραίτητα για τη μεταμόσχευση συλλέγονται από το περιφερικό αίμα του δότη και όχι πλέον απ' ευθείας από τον μυελό των οστών.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η συλλογή αυτή είναι σχετικά απλός και ουσιαστικά ακίνδυνος. Δίδεται αρχικά στον δότη μια μικρή δόση ενός φαρμάκου που ονομάζεται παράγοντας αναπτύξεως (filgrastim ή G-CSF) ο οποίος έχει την ικανότητα να κινητοποιεί τα αρχέγονα πολυδύναμα κύτταρα από το μυελό και τα κάνει να βγουν έξω στο περιφερικό αίμα και να ευρίσκονται στο κυκλοφοριακό σύστημα.
Όταν γίνει η προετοιμασία αυτή, ο δότης ενώνεται απλά με ένα μηχάνημα που ονομάζεται διαχωριστής κυττάρων και ο οποίος μπορεί και περισυλλέγει από την κυκλοφορία τα πολυδύναμα, αρχέγονα κύτταρα που είναι αναγκαία για τη μεταμόσχευση.
Οι γιατροί όταν άρχισαν να εφαρμόζουν τη δεύτερη και νεώτερη αυτή μέθοδο αντιλήφθηκαν, ότι ο νέος μυελός που μεταμοσχευόταν στον ασθενή λειτουργούσε πιο γρήγορα γεγονός που φαινομενικά τουλάχιστο οδηγούσε σε πιο γρήγορη ανάρρωση του ασθενούς και πιθανόν σε καλύτερα αποτελέσματα.
Όμως αυτό έπρεπε να αποδειχθεί με ιατρικές θεραπευτικές δοκιμές. Η σημασία της τεκμηρίωσης αυτής είναι πολύ μεγάλη διότι με αυτό τον τρόπο θα άλλαζε ριζικά ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι μεταμοσχεύσεις.
Μια βαρυσήμαντη μελέτη έγινε από γιατρούς διαφόρων νοσοκομείων των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεταξύ Μαρτίου 1996 και Ιουλίου 1999 μεταμόσχευσαν 172 ασθενείς ηλικιών από 12 έως 55 ετών. Οι ασθενείς έπασχαν από διάφορες μορφές αιματολογικών καρκίνων, λευχαιμίας και λεμφώματος για τους οποίους ήταν απαραίτητο να γίνει αλλογενής μεταμόσχευση του μυελού των οστών.
Η αλλογενής μεταμόσχευση είναι αυτή κατά την οποία χρησιμοποιείται μυελός από ένα συμβατό δότη, συνήθως αδέλφι του ασθενούς και σε ορισμένες περιπτώσεις ένας μη συγγενής ιστοσυμβατός δότης.
Οι ασθενείς υποβλήθηκαν όλοι στις κλασσικές προπαρασκευαστικές χημειοθεραπείες ή και ακτινοθεραπείες, που γίνονται πριν τη μεταμόσχευση. Οι προπαρασκευαστικές αυτές θεραπείες έχουν ως στόχο να καταστρέψουν μέχρι και το τελευταίο καρκινικό κύτταρο στον οργανισμό.
Όμως κατά τη διαδικασία αυτή καταστρέφεται και ο μυελός των οστών του ασθενούς. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να γίνει μεταμόσχευση κυττάρων του μυελού διαφορετικά ο ασθενής δεν θα επιβιώσει απλά διότι δεν θα μπορεί να παράγει τα αναγκαία για τη ζωή στοιχεία του αίματος (ερυθρά αιμοσφαίρια, αιμοσφαιρίνη, αιμοπετάλια, λευκά αιμοσφαίρια).
Οι ασθενείς της μελέτης κατανεμήθηκαν τυχαία στο να πάρουν είτε το κλασσικό μόσχευμα (το μυελό των οστών) είτε τα περιφερικά αρχέγονα κύτταρα του μυελού τα οποία κινητοποιήθηκαν και συλλέχθηκαν από το ειδικό μηχάνημα από τον δότη.
Ακολούθως οι γιατροί παρακολούθησαν και μελέτησαν την εξέλιξη και των 2 ομάδων των ασθενών. Τα ευρήματά τους ήταν τα ακόλουθα:
-
Η ανάκαμψη των λευκών αιμοσφαιρίων, ιδιαίτερα των ουδετερόφιλων (ομάδα των λευκών αιμοσφαιρίων που είναι πολύ σημαντικά για την άμυνα του οργανισμού), όπως επίσης και των αιμοπεταλίων ήταν σημαντικά ταχύτερη με τη χρήση των περιφερικών κυττάρων.
-
Η συνολική επιβίωση των ασθενών στα 2 χρόνια από την μεταμόσχευση ήταν ψηλότερη στην ομάδα με τα περιφερικά κύτταρα (66%) παρά στην ομάδα με την παλαιά μέθοδο με χρήση μυελού (54%), χωρίς όμως αυτό να έχει στατιστικώς σημαντική διαφορά.
-
Οι ασθενείς που παρέμειναν χωρίς υποτροπή, δηλαδή επανεμφάνιση της νόσου τους, στα 2 χρόνια ήταν περισσότεροι στην ομάδα που πήραν περιφερικά κύτταρα (65%) παρά στην ομάδα που πήρε μυελό (45%) χωρίς όμως πάλιν η διαφορά αυτή να έχει στατιστικώς σημαντική αξιολόγηση.
-
Η εκδήλωση μιας πολύ σοβαρής επιπλοκής που συναντάται μετά την μεταμόσχευση μυελού των οστών είναι η νόσος του δότη κατά του ξενιστή. Και στις δύο ομάδες η εκδήλωση της νόσου αυτής, τόσο στην οξεία της μορφή όσο και στην χρόνια της μορφή, ήταν ανάλογη.
Η νόσος του δότη κατά του ξενιστή είναι μια πολύ σοβαρή ασθένεια που μπορεί να εμφανιστεί μετά από μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών. Οφείλεται στο γεγονός ότι τα μεταμοσχευμένα κύτταρα του δότη στον ασθενή (ο ασθενής είναι ο ξενιστής), αναγνωρίζουν τους ιστούς και τα όργανα του ασθενούς σαν ξένα και τους προκαλούν σοβαρές βλάβες. Η ασθένεια μπορεί να εμφανιστεί με οξύ ή με χρόνιο τρόπο.
Η νόσος του δότη κατά του ξενιστή μπορεί να απειλήσει τη ζωή και επηρεάζει όργανα όπως το δέρμα, τα μάτια, το συκώτι, το έντερο, το στόμα και άλλα.
Τα συμπεράσματα των ερευνητών είναι σημαντικά και επηρεάζουν ουσιαστικά την πορεία που ακολουθούν οι διαδικασίες μεταμόσχευσης για τις λευχαιμίες και άλλους καρκίνους.
Η χρήση των περιφερικών αρχέγονων κυττάρων του μυελού για σκοπούς μεταμόσχευσης είναι περισσότερο αποτελεσματική όσον αφορά την ταχύτητα επαναλειτουργίας του μυελού και παραγωγής των αναγκαίων για τη ζωή στοιχείων του αίματος.
Ταυτόχρονα η εκδήλωση σοβαρών επιπλοκών όπως η νόσος του δότη κατά του ξενιστή είναι ανάλογη και στις 2 μεθόδους που έχουν περιγραφεί.