Η γονόρροια ή βλενόρροια όπως είναι επίσης γνωστή, είναι μια ασθένεια που μεταδίδεται δια μέσου της σεξουαλικής επαφής.
Η γονόρροια όπως και οι άλλες σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες, παρουσιάζουν μια σημαντική αύξηση της συχνότητας τους. Σύμφωνα με στατιστικές από το Ηνωμένο Βασίλειο, η συχνότητα της γονόρροιας έχει διπλασιαστεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Η γονόρροια προκαλείται από το μικρόβιο του γονοκόκκου που είναι γνωστό με την ονομασία Neisseria gonorrhoeae.
Μεταδίδεται από άτομο σε άτομο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας οποιασδήποτε μορφής. Ανάλογα με το είδος της σεξουαλικής επαφής, κολπικής, στοματικής ή πρωκτικής μπορεί να προσβάλει όργανα και ιστούς των περιοχών αυτών.
Πολλά άτομα που προσβάλλονται από τη γονόρροια μπορεί να μην παρουσιάσουν συμπτώματα. Η κατάσταση αυτή, δηλαδή χωρίς συμπτώματα, υπάρχει συχνότερα στις γυναίκες παρά στους άνδρες.
Όταν υπάρχουν συμπτώματα αυτά παρουσιάζονται περίπου 10 μέρες μετά από την μετάδοση και προσβολή από το μικρόβιο.
Στους άνδρες μπορεί να εμφανιστούν πυώδεις εκκρίσεις που εξέρχονται από την ουρήθρα. Η ουρήθρα καταλήγει στο άνοιγμα που βρίσκεται στο πρόσθιο μέρος του πέους από το οποίο εξέρχονται τα ούρα. Παράλληλα μπορεί να εμφανιστεί κοκκίνισμα στο άνοιγμα της ουρήθρας, φαγούρα, συχνοουρία, πόνος και κάψιμο κατά την ούρηση.
Στις γυναίκες μπορεί να εκδηλωθεί πόνος ή κάψιμο κατά την ούρηση, συχνοουρία, εκκρίσεις από τον κόλπο που είναι πυώδεις με άσχημη μυρωδιά και ενοχλήσεις στην περιπρωκτική περιοχή.
Στο 15% των γυναικών, τα βακτηρίδια θα εξαπλωθούν στη μήτρα και στις σάλπιγγες. Η προσβολή των σαλπίγγων μπορεί να είναι αιτία πρόκλησης στείρωσης στη γυναίκα. Κατά τη διάρκεια της συνουσίας η γυναίκα μπορεί να έχει πόνο. Είναι επίσης δυνατόν να έχει ανώμαλες απώλειες αίματος κατά την περίοδό της, πυρετό και πόνο στην κοιλιά.
Εάν η γονόρροια παραμείνει χωρίς την κατάλληλη θεραπεία είναι δυνατόν να προκαλέσει στους άνδρες προστατίτιδα που είναι μια φλεγμονή και μόλυνση του προστάτη. Επίσης είναι δυνατόν να προκαλέσει επιδιδυμίτιδα και ορχίτιδα που είναι φλεγμονή με μόλυνση της επιδιδυμίδας και των όρχεων.
Στις γυναίκες εάν παραμείνει χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει φλεγμονώδη νόσο της πυέλου με κολπίτιδα και κίνδυνο στείρωσης.
Πιο σπάνια το μικρόβιο της γονόρροιας εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος προκαλώντας σηψαιμία. Συνοδεύεται από πυρετό, εξάνθημα και αρθρίτιδα.
Η αρθρίτιδα που παρατηρείται στη γονόρροια, μπορεί να προσβάλει μία ή περισσότερες αρθρώσεις. Μπορεί να προσβληθούν μεγάλες αρθρώσεις όπως τα γόνατα και οι αρθρώσεις του ισχίου. Παρατηρείται πόνος και μείωση της λειτουργικότητας της άρθρωσης.
Σε άτομα που έχουν πρωκτικές επαφές ο γονόκοκκος μπορεί να προκαλέσει πρωκτίτιδα και μόλυνση του ορθού εντέρου.
Σε άτομα που κάνουν στοματικό έρωτα, ο γονόκοκκος μπορεί να προκαλέσει μολύνσεις του λαιμού και γονοκοκκική φαρυγγίτιδα.
Έγκυες γυναίκες που προσβάλλονται από τη γονόρροια εάν παραμείνουν χωρίς θεραπεία, είναι δυνατόν να μεταδώσουν το μικρόβιο στο παιδί τους. Στο νεογέννητο ο γονόκοκκος προκαλεί τη γονοκοκκική οφθαλμίτιδα. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή μόλυνση των ματιών του παιδιού. Η ασθένεια εμφανίζεται σε 1 έως 4 ημέρες μετά από την γέννηση και μπορεί να προσβάλει το ένα ή και τα δύο μάτια. Το νεογέννητο παρουσιάζει στις περιπτώσεις αυτές, κοκκινισμένα μάτια, πρήξιμο των βλεφαρίδων και πηκτές εκκρίσεις από τα μάτια που είναι πυώδεις.
Συνοπτικά λοιπόν βλέπουμε ότι η γονόρροια προκαλεί:
- Στους άνδρες: Γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, προστατίτιδα, επιδιδυμίτιδα, ορχίτιδα, πρωκτίτιδα, μόλυνση του ορθού εντέρου, γονοκοκκική φαρυγγίτιδα και γονοκοκκική αρθρίτιδα
- Στις γυναίκες: Γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, κολπίτιδα, σαλπιγγίτιδα με κίνδυνο στείρωσης, φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, γονοκοκκική αρθρίτιδα, πρωκτίτιδα, γονοκοκκική φαρυγγίτιδα
- Στα νεογνά: Γονοκοκκική οφθαλμίτιδα.
Η διάγνωση βασίζεται πάνω στο ιστορικό, στην κλινική εικόνα που περιλαμβάνει τα σημεία και συμπτώματα που έχει ο ασθενής. Η μικροβιολογική εξέταση και οι καλλιέργειες των παθολογικών εκκρίσεων μπορούν να δείξουν εάν υπάρχει ή όχι ο γονόκοκκος.
Η θεραπεία είναι πολύ αποτελεσματική. Οι μολύνσεις από το γονόκοκκο βελτιώνονται γρήγορα με την αντιβίωση. Αντιβιοτικά της οικογένειας των κεφαλοσπορινών, όπως η κεφιξίμη και η κεφτριαξόνη (cefixime, ceftriaxone) ή άλλα αντιβιοτικά, όπως αμοξυκιλλίνη-κλαβουλανικό οξύ (amoxycillin-clavulanic acid), σιπροφλοξασίνη, οφλοξασίνη (ciprofloxacin, ofloxacin) και αζιθρομυκίνη (azithromycin) είναι αποτελεσματικά εναντίον του γονοκόκκου.
Μετά από την αρχική χορήγηση των αντιβιοτικών πρέπει να γίνεται ξανά έλεγχος διότι υπάρχει η πιθανότητα ο γονόκοκκος να έχει ανθεκτικότητα σε ορισμένα αντιβιοτικά και έτσι να χρειάζεται προσαρμογή της θεραπείας.
Οι περιπτώσεις ασθενών που μολύνονται από περισσότερες από μία σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο δεν είναι σπάνιες. Για το λόγο αυτό, εάν γίνει διάγνωση σε κάποιον ότι πάσχει από μια τέτοια ασθένεια, θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσο έχει προσβληθεί και από άλλες και ανάλογα να υποβληθεί στη σχετική θεραπεία.
Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να ελέγχονται για τη γονόρροια. Στα νεογέννητα παιδιά πρέπει να τοποθετείται συστηματικά κατά τη γέννησή τους ειδικό διάλυμα εναντίον του γονοκόκκου στα μάτια τους για σκοπούς πρόληψης της γονοκοκκικής οφθαλμίτιδας.
Η πρόληψη βασίζεται στη χρήση προφυλακτικού. Οι ερωτικές σχέσεις με μόνο ένα ερωτικό σύντροφο ο οποίος να μην είναι μολυσμένος από το γονόκοκκο, αποτελούν επίσης μια αποτελεσματική πρόληψη.