Η
θεραπεία με τη χρήση λέιζερ για τις διαθλαστικές ανωμαλίες της όρασης όπως
για παράδειγμα η μυωπία, γίνεται όλο και περισσότερο δημοφιλής.Το
γεγονός ότι ο ασθενής μετά από μια επέμβαση με λέιζερ, μπορεί να μη
χρειάζεται τα ματογυάλια ή τους φακούς επαφής του, είναι ένα σοβαρό
πλεονέκτημα.
Η πιο πρόσφατη μέθοδος θεραπείας με λέιζερ, είναι η μέθοδος
LASIK. Στη
μέθοδο αυτή, με τη χρήση των ακτινών λέιζερ, αποκόπτεται αρχικά ένα λεπτό
στρώμα από τον κερατοειδή χιτώνα του ματιού. Το στρώμα αυτό δεν
αποκόπτεται πλήρως αλλά αφήνεται συνδεμένο σε ένα μικρό σημείο για να
επικαλύψει την περιοχή της επέμβασης στο τέλος. Μετά το άνοιγμα, οι
ακτίνες λέιζερ χρησιμοποιούνται για τη σμίλευση και λέπτυνση του στρώματος
του κερατοειδούς.
Η διάρκεια της επέμβασης αυτής είναι πολύ σύντομη και η όραση
επανέρχεται σχεδόν αμέσως.
Υπάρχουν και άλλες θεραπευτικές τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν
παλαιότερα και είναι σήμερα λιγότερο δημοφιλείς όπως η μέθοδος
LASEK (ή
EPIFLAP) και
η μέθοδος PRK.
Οι θεραπείες με λέιζερ είναι κατά γενικό κανόνα ασφαλείς.
Υπάρχουν όμως ορισμένες επιπλοκές που πιθανόν να παρουσιαστούν. Είναι
σημαντικό οι ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε μια τέτοια θεραπεία
να είναι πλήρως ενήμεροι για τους πιθανούς κινδύνους.
Επιπρόσθετα αποδεικνύεται ότι ένα από τα κυριότερα
προβλήματα που συνοδεύει τις θεραπείες αυτές, είναι το γεγονός ότι οι
ασθενείς αναμένουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα από αυτά που τελικά στην
πραγματικότητα συμβαίνουν.
Σύμφωνα με πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία, το ποσοστό αποτυχίας
διόρθωσης της βλάβης της όρασης, μπορεί να ανέρχεται και μέχρι το 10%
των επεμβάσεων με λέιζερ. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο
από αυτό που ήταν αποδεκτό παλαιότερα. |
Η μη πλήρωση των προσδοκιών των ασθενών μετά από μια επέμβαση με
λέιζερ, είναι πηγή απογοήτευσης όπως επίσης και προβλημάτων ή έντασης με
το γιατρό τους.
Σύμφωνα με δεδομένα από ασφαλιστικούς οργανισμούς, τα παράπονα των
ασθενών στην οφθαλμολογία που έχουν σχέση με τις επεμβάσεις τύπου λέιζερ
έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τα τελευταία χρόνια. Ένα μεγάλο
μέρος των υποθέσεων αυτών οφείλονται στο ότι δεν επιτυγχάνονται τα
αποτελέσματα τα οποία οι ασθενείς αναμένουν.
Για τους λόγους αυτούς, είναι απαραίτητο ο γιατρός προτού
προχωρήσει σε μια θεραπεία με λέιζερ, να αφιερώσει αρκετό χρόνο για να
ενημερώσει λεπτομερώς και διεξοδικά τον ασθενή για τους κινδύνους και τις
προσδοκίες που μπορεί να έχει από τη συγκεκριμένη θεραπεία.
Οι συχνότερες επιπλοκές σε οργανικό επίπεδο που παρατηρούνται μετά
από μια θεραπεία με λέιζερ είναι:
- Η ξηροφθαλμία
- Προβλήματα της νυκτερινής όρασης (νυκταλωπία). Τα προβλήματα της
νυκτερινής όρασης μπορούν να επηρεάσουν ορισμένους στο επάγγελμά τους
εάν πρέπει να εργάζονται τη νύκτα ή κάτω από συνθήκες χαμηλού φωτισμού
- Αύξηση της πίεσης μέσα στο μάτι. Η επιπλοκή αυτή μπορεί να οδηγήσει
σε γλαύκωμα
- Πρόκληση βλάβης στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού. Στη σπάνια αυτή
επιπλοκή, πιθανόν να χρειαστεί μεταμόσχευση κερατοειδούς χιτώνα για να
διορθωθεί το πρόβλημα
- Ανεπαρκής διόρθωση του προβλήματος της όρασης για το οποίο έγινε η
επέμβαση
Ο γιατρός στη διεξοδική ανάλυση που θα κάνει για το συγκεκριμένο
περιστατικό, θα εξετάσει κατά πόσο υπάρχουν αντενδείξεις για τη θεραπεία
αυτή. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι ορθό να γίνεται μια
τέτοια θεραπεία.
Οι ασθενείς με καταρράκτη, γλαύκωμα, σοβαρές ανωμαλίες του
κερατοειδούς χιτώνα, διαβήτη ή με προβλήματα άμυνας του οργανισμού δεν
είναι καλοί υποψήφιοι για επέμβαση με λέιζερ.
Ασθενείς που παίρνουν φάρμακα όπως τα κορτικοειδή ή άλλα
ανοσοκατασταλτικά, ασθενείς με χρόνιες ασθένειες όπως η ρευματοειδής
αρθρίτιδα, οι γυναίκες που εγκυμονούν ή θηλάζουν είναι προτιμότερο να μην
υποβάλλονται στις θεραπείες αυτές.
Δεν είναι ορθό να γίνεται επέμβαση με λέιζερ σε έφηβους κάτω των 18
ετών διότι το πρόβλημα όρασής τους όπως για παράδειγμα η μυωπία τους,
πιθανόν ακόμη να μην έχει σταθεροποιηθεί.
Βλέπουμε λοιπόν ότι προτού ο ασθενής πάρει την τελική του απόφαση,
θα πρέπει να ζυγίσει προσεκτικά τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα στα
οποία μπορεί να ελπίζει μαζί με τους κινδύνους που συνοδεύουν τη θεραπεία
με λέιζερ.
Την τελική απόφαση θα την πάρει μαζί με τον γιατρό του ο οποίος πρέπει να του προσφέρει όλη την αναγκαία πληροφόρηση και τη δική του εμπειρία.