Η μηνιγγίτιδα είναι μόλυνση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού
που περιβάλλει τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Η μόλυνση προκαλείται
συνήθως από ιούς και βακτηρίδια.Η ιογενής μηνιγγίτιδα είναι
συχνότερη και η βακτηριδιακή σπανιότερη αλλά πολύ σοβαρότερη. Η
βακτηριδιακή μηνιγγίτιδα μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στον
εγκέφαλο, απώλεια ακοής και ακόμη θάνατο εάν δεν τύχει κατάλληλης και
άμεσης θεραπείας.
Η διάγνωση γίνεται μετά από εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού που
συλλέγεται κατά την οσφυονωτιαία παρακέντηση. Οι συγκεντρώσεις γλυκόζης,
πρωτεϊνών στο υγρό, η ύπαρξη ή όχι βακτηριδίων στην άμεση εξέταση του
υγρού και η ανάπτυξη βακτηριδίων στην καλλιέργεια του, είναι βασικά
στοιχεία για τη διάγνωση.
Είναι πολύ σημαντικό να γίνεται η διάκριση μεταξύ ιογενούς και
βακτηριδιακής μηνιγγίτιδας. Για τη βακτηριδιακή μηνιγγίτιδα
απαιτείται χωρίς καμία καθυστέρηση η έναρξη θεραπείας με αντιβιοτικά που
πρέπει να έχουν την ιδιότητα να εισέρχονται στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Αντίθετα στην ιογενή μηνιγγίτιδα, τα αντιβιοτικά δεν βοηθούν. Οι
ασθενείς ανακάμπτουν χωρίς θεραπεία με αντιβιοτικά.
Η διαφορά μεταξύ ιογενούς και βακτηριδιακής μηνιγγίτιδας είναι
κάποτε δύσκολη να γίνει. Οι εργαστηριακές εξετάσεις που τεκμηριώνουν
τη διαφορά μεταξύ των δύο, μπορεί να πάρουν χρόνο για να βοηθήσουν στη
διάγνωση.
Όμως οποιαδήποτε καθυστέρηση στην έναρξη της αντιβίωσης στη
βακτηριδιακή μηνιγγίτιδα, μπορεί να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στον
ασθενή. Καθυστέρηση 2 ημερών στην έναρξη της αντιβίωσης για βακτηριδιακή
μηνιγγίτιδα μπορεί ακόμη να προκαλέσει μέχρι θάνατο.
Σε ασθενείς άνω των 2 ετών, τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό,
έντονο πονοκέφαλο, δυσκαμψία του αυχένα, ναυτία, εμετούς, υπνηλία,
σύγχυση, φωτοφοβία, και σπασμούς. Τα συμπτώματα αυτά, μπορεί να
απουσιάζουν ή να είναι δύσκολο να ανιχνευτούν σε νεογέννητα και βρέφη.
Σε αυτά, τα μόνα σημεία μπορεί να είναι ευερεθιστικότητα, μειωμένη
κινητικότητα και ενέργεια, εμετοί και να μην τρέφονται καλά.
Συχνά στις περιπτώσεις που υπάρχουν αμφιβολίες, για να μην προκληθεί
καθυστέρηση στην έναρξη αντιβίωσης σε μια πιθανή βακτηριδιακή
μηνιγγίτιδα, χορηγούνται αντιβιοτικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι
χορηγούνται αχρείαστα αντιβιοτικά σε ασθενείς με ιογενή μηνιγγίτιδα.
Τώρα έχει εγκριθεί για κλινική χρήση από τη
Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών (FDA),
ένα νέο τεστ που βασίζεται σε μέθοδο μοριακής βιολογίας για
γρήγορη διάγνωση της ιογενούς μηνιγγίτιδας. Το τεστ ονομάζεται
Xpert EV.
Το τεστ Xpert EV όταν χρησιμοποιείται σε
συνδυασμό με τις άλλες εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να βοηθά τους
γιατρούς βρίσκουν πιο εύκολα και γρηγορότερα κατά πόσο πρόκειται για
ιογενή ή βακτηριδιακή μηνιγγίτιδα.
Πρόκειται για το πρώτο, πλήρως αυτοματοποιημένο, ιατρικό διαγνωστικό
τεστ που απομονώνει και ενισχύει το γενετικό υλικό του ιού που βρίσκεται
στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Αναγνωρίζει τις μολύνσεις από τους ιούς της
οικογένειας των εντεροιών οι οποίοι ευθύνονται για περίπου 90% των
περιπτώσεων ιογενών μηνιγγίτιδων. Οι εντεροϊοί (Coxsackie,
Echo) αναγνωρίζονται με την τεχνική της ανάστροφης τρανσκριπτάσης
και της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης (RT-PCR).
Η ακρίβεια του τεστ Xpert EV ελέγχθηκε σε
πολυκεντρική έρευνα 6 νοσοκομείων που συμπεριέλαβε συνολικά 255 δείγματα
ασθενών. Στο 96% των ασθενών που βρέθηκαν θετικοί στο τεστ, αποδείχθηκε
τελικά ότι πράγματι είχαν ιογενή μηνιγγίτιδα. Στο 97% των ασθενών που
ήσαν αρνητικοί στο τεστ, αποδείχθηκε δεν είχαν ιογενή μηνιγγίτιδα.
Η γνώμη μας είναι ότι επειδή το τεστ αυτό θα μπορούσε να βοηθά στο
να γίνεται γρήγορα η διαφορά μεταξύ ιογενούς και βακτηριδιακής
μηνιγγίτιδας, είναι δυνατόν να συμβάλλει στη μείωση της συχνότητας
χορήγησης αντιβιοτικών που δεν χρειάζονται.