Νέα
δεδομένα αναπτερώνουν τις ελπίδες των διαβητικών ασθενών για μια καλύτερη
ποιότητα ζωής χάρις στην εισπνεόμενη ινσουλίνη.Ίσως να κοντεύει η
ημέρα κατά την οποία θα μπορέσουν οι διαβητικοί να απαλλαχθούν από τις
ενέσεις ινσουλίνης που χρειάζονται να κάνουν μία ή περισσότερες φορές
καθημερινά. Ακόμη καλύτερα, η σημαντική αυτή πρόοδος θα ευεργετήσει όχι
μόνο τους διαβητικούς τύπου 1 άλλά και τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.
Σε έρευνες που έγιναν προκαταρκτικά, οι οποίες διήρκεσαν 12 εβδομάδες,
σε 70 ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και σε 51 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2,
εξετάστηκε με τυχαιοποιημένο προοδευτικό τρόπο, η αποτελεσματικότητα της
θεραπείας και ο βαθμός αποδοχής της από τους ασθενείς.
Οι έρευνες αυτές έγιναν σε κέντρο για διαβητικούς ασθενείς στο Τέξας
και έδειξαν ότι η εισπνεόμενη ινσουλίνη ήταν αποτελεσματική κατά το
χρονικό διάστημα της έρευνας. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας
κρίθηκε από τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c).
Παράλληλα φάνηκε ότι η χορήγηση της εισπνεόμενης ινσουλίνης δεν προκαλούσε
περισσότερα προβλήματα στους ασθενείς, ήταν ανεκτή και αποδεκτή.
Συνεχίζοντας σε μια δεύτερη φάση την αρχική τους έρευνα, οι γιατροί
θέλησαν να δουν τι θα συνέβαινε όταν οι ίδιοι πρώτοι 121 ασθενείς, θα
συνέχιζαν την πρώτη θεραπευτική δοκιμή για ακόμη ένα χρόνο.
Στη δεύτερη φάση της έρευνας, δόθηκε η δυνατότητα από την αρχή στους
ασθενείς της κάθε ομάδας, να επιλέξουν κατά πόσο ήθελαν να συνεχίσουν τη
θεραπεία τους με την εισπνεόμενη ινσουλίνη ή εάν ήθελαν να συνεχίσουν με
την εναίσιμη ινσουλίνη.
Από τους 60 ασθενείς που αρχικά ελάμβαναν εισπνεόμενη ινσουλίνη, οι 51
(85%) επέλεξαν να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο τη θεραπεία τους. Από τους
61 που αρχικά ελάμβαναν την εναίσιμη ινσουλίνη, οι 46 (75,4%) επέλεξαν να
συνεχίσουν με την εισπνεόμενη ινσουλίνη. Οι υπόλοιποι ασθενείς στην κάθε
ομάδα, επέλεξαν να συνεχίσουν με την εναίσιμη ινσουλίνη.
Τα αποτελέσματα μετά από τη δεύτερη φάση της
έρευνας διάρκειας ενός έτους, έδειξαν ότι τα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης
αιμοσφαιρίνης (HbA1c) στο αίμα,
διατηρούσαν την ικανοποιητική μείωση που είχε παρατηρηθεί αρχικά.
Επιπρόσθετα φάνηκε ότι το επίπεδο ικανοποίησης των ασθενών από
τη χρήση της εισπνεόμενης ινσουλίνης, παρέμενε ψηλό και οι
περισσότεροι ασθενείς προτιμούσαν αυτό τον τρόπο χορήγησης του
φαρμάκου παρά την εναίσιμη μορφή. |
Οι επιπλοκές της χορήγησης της ινσουλίνης και ιδιαίτερα ο κίνδυνος
υπογλυκαιμίας, δηλαδή μείωση σε πολύ χαμηλά επίπεδα της γλυκόζης αίματος,
δεν ήσαν περισσότερες στην ομάδα της εισπνεόμενης ινσουλίνης σε σύγκριση
με την άλλη.
Επίσης οι μελέτες της λειτουργίας των πνευμόνων στους ασθενείς που
έπαιρναν εισπνεόμενη ινσουλίνη, δεν έδειξαν διαφορές σε σύγκριση με την
κατάσταση στους ασθενείς που έπαιρναν εναίσιμη ινσουλίνη. Ο λόγος για τον
οποίο εξετάστηκε η λειτουργία των πνευμόνων είναι διότι υπήρχαν ανησυχίες
κατά πόσο η εισπνεόμενη ινσουλίνη θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβες στους
πνεύμονες.
Η κλινική αυτή έρευνα είναι η πρώτη που δείχνει την μακρόχρονη
αποτελεσματική δράση της εισπνεόμενης ινσουλίνης σε συνδυασμό με την
ικανοποίηση των ασθενών από τη νέα αυτή θεραπεία.
Η θεραπεία με την εισπνεόμενη ινσουλίνη, αποτελεί μια εξαιρετική
θετική εξέλιξη στον τομέα της θεραπείας του διαβήτη.
Η ευκολία χορήγησής και η αποτελεσματικότητα της, πρόκειται να
αλλάξουν αισθητά προς το καλύτερο την ποιότητα ζωής των ασθενών που
πάσχουν από διαβήτη και που χρειάζονται σήμερα να παίρνουν ενέσεις
ινσουλίνης.