Ο
μόλυβδος που συσσωρεύεται στο σώμα μας από το περιβάλλον, μπορεί να
προκαλεί όχι μόνο βραχυπρόθεσμα προβλήματα αλλά και μακροπρόθεσμα.
Η μόλυνση του περιβάλλοντος, η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα, η έκθεση
σε ορισμένους τύπους βαφών, η μόλυνση του νερού και άλλοι περιβαλλοντικοί
παράγοντες, αποτελούν αιτίες που προκαλούν αυξημένη πρόσληψη μόλυβδου από
το σώμα μας.
Ο μόλυβδος που απορροφάται διαχρονικά από τον ανθρώπινο οργανισμό,
συσσωρεύεται και αποθηκεύεται στα οστά. Ακόμη και στα επίπεδα μολύβδου
αίματος που θεωρούνται αποδεκτά, δια μέσου των δεκαετιών, δημιουργούνται
στα κόκαλα σημαντικά αποθέματα μολύβδου.
Το πρόβλημα που τίθεται είναι, τι συμβαίνει με το
μόλυβδο που βρίσκεται μέσα στα κόκαλα όταν αυξάνεται η ηλικία;
Πράγματι με την εμφάνιση της οστεοπόρωσης λόγω ηλικίας, η μείωση της
οστικής μάζας προκαλεί αύξηση των ποσοτήτων του μολύβδου που
κυκλοφορούν μέσα στο αίμα. |
Η οστεοπόρωση συμβαίνει κυρίως στις γυναίκες κατά και μετά την
εμμηνόπαυση. Όμως η πολύ συχνή αυτή πάθηση δεν είναι μόνο προνόμιο των
γυναικών. Συμβαίνει και στους άνδρες, αλλά σε ένα μικρότερο ποσοστό.
Λόγω της απορρόφησης μέρους της συνολικής οστικής μάζας,
απελευθερώνονται μέσα στο αίμα σημαντικές ποσότητες μολύβδου που είχαν
συσσωρευτεί διαχρονικά μέσα στα οστά.
Η έκθεση στο μόλυβδο μπορεί μεταξύ άλλων να προκαλέσει ψηλή αρτηριακή
πίεση. Για το λόγο αυτό, γιατροί από διάφορα ακαδημαϊκά κέντρα εξέτασαν τη
σχέση που υπάρχει μεταξύ του μολύβδου στο αίμα, την αρτηριακή πίεση, την
ψηλή πίεση και την οστεοπόρωση.
Εξέτασαν συνολικά 2.165 γυναίκες ηλικίας από 40 έως 59 ετών. Οι
γυναίκες αυτές βρισκόντουσαν κατά ή μετά την εμμηνόπαυση. Μετρήθηκαν τα
επίπεδα μολύβδου στο αίμα τους και έγινε συσχετισμός με την αρτηριακή τους
πίεση. Επίσης λήφθηκαν υπ' όψη και διάφοροι άλλοι παράγοντες οι οποίοι
πιθανόν να επηρέαζαν τα αποτελέσματα όπως η ηλικία, η φυλετική προέλευση,
το κάπνισμα, η νεφρική λειτουργία, ο δείκτης μάζας σώματος και η
κατανάλωση αλκοόλ.
Τα αποτελέσματα τους έδειξαν ότι κατά και μετά από
την εμμηνόπαυση, η μείωση της οστικής μάζας συνοδεύεται από αύξηση του
μολύβδου στο αίμα. Δηλαδή γίνεται μια ενδογενής ανακατανομή του
μολύβδου λόγω της απώλειας οστικής μάζας με αποτέλεσμα ο μόλυβδος να
κυκλοφορεί σε ψηλές συγκεντρώσεις στο αίμα.
Οι γυναίκες που παρουσίαζαν τα ψηλότερα επίπεδα μολύβδου, είχαν
40% περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν ψηλή πίεση.
Το φαινόμενο αυτό ήταν ακόμη πιο έντονο στις γυναίκες μετά την
εμμηνόπαυση παρά σε αυτές που βρισκόντουσαν κατά την εμμηνόπαυση.
|
Η έρευνα έδειξε ότι η ψηλή συστολική και αρτηριακή πίεση
παρατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα μολύβδου αίματος. Οι πιο ψηλές τιμές
πίεσης, καταγράφηκαν σε επίπεδα μολύβδου αίματος που κυμαίνονταν κατά μέσο
όρο γύρω στο 6,4 mg/dl.
Υπενθυμίζουμε ότι τα όρια που θεωρούνται αποδεκτά για το μόλυβδο
αίματος στα παιδιά είναι κάτω των 10 mg/dl. Το
όριο που θεωρείται ασφαλές για άτομα που υποβάλλονται σε έκθεση στο
μόλυβδο λόγω επαγγέλματος, είναι κάτω των 40 mg/dl.
Βλέπουμε λοιπόν ότι και στα επίπεδα αυτά, ο μόλυβδος μπορεί να είναι
νοσηρός διότι συσσωρεύεται διαχρονικά στο σώμα, στα οστά, με κίνδυνο να
επανακυκλοφορήσει αργότερα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό στα παιδιά τα
οποία μπορεί αργότερα στη ζωή τους λόγω συσσωρευμένου μολύβδου να
αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα.
Παράλληλα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ψηλή πίεση είναι μια από τις
συχνότερες παθήσεις που ταλαιπωρούν το σύγχρονο άνθρωπο. Ο μόλυβδος δεν
είναι μια από τις κυριότερες αιτίες ψηλής πίεσης. Όμως λόγω της πολύ
συχνής έκθεσης μας στο μόλυβδο ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα και λόγω του
μεγάλου αριθμού των ατόμων που πάσχουν από ψηλή πίεση, είναι πιθανόν ότι
τα άτομα που έχουν πίεση λόγω ψηλών ποσοτήτων μολύβδου στο αίμα τους, να
είναι σημαντικός.
Το γεγονός ότι ο μόλυβδος που συσσωρεύεται διαχρονικά στο σώμα μας,
είναι αιτία παθολογικών καταστάσεων που αποκαλύπτονται μακροχρόνια,
δείχνει ότι επιβάλλεται άμεσα να γίνουν περισσότερες προσπάθειες για τη
μείωση της έκθεσής μας στο μόλυβδο.