Η διάμεση κυστίτιδα είναι αιτία έντονου πόνου στην ουροδόχο κύστη. Αποκαλείται επίσης το σύνδρομο της επώδυνης κύστης.
Στη διάμεση κυστίτιδα, στην εσωτερική βλεννογόνο που επικαλύπτει την κοιλότητα της ουροδόχου κύστης, υπάρχει συνεχώς φλεγμονή. Φλεγμονή σημαίνει ερεθισμός με πόνο, ερυθρότητα, οίδημα και τοπικά αύξηση της θερμότητας.
Τα σημεία και συμπτώματα που προκαλεί η διάμεση κυστίτιδα περιλαμβάνουν:
- Πόνο ή αίσθημα βάρους, πίεσης στην ηβική περιοχή, στο κάτω μέρος της κοιλιάς, δηλαδή στην περιοχή που βρίσκεται η κύστη.
- Ο πόνος αυξάνεται και οι άλλες τοπικές ενοχλήσεις αυξάνονται όταν η κύστη γεμίζει με ούρα. Όταν αδειάζει από ούρα, ο πόνος μειώνεται.
- Κατά τη σεξουαλική επαφή ο πόνος επιδεινώνεται.
- Συχνουρία. Ο ασθενής μπορεί να χρειάζεται να ουρεί περισσότερες από 8 φορές την ημέρα ή τη νύχτα.
- Αίσθημα επειγούσης και επιτακτικής ανάγκης για ούρηση, που κάποτε εκδηλώνεται ακόμη και μόλις μετά από μια ούρηση του ασθενούς.
Οι αιτίες, που προκαλούν τη διάμεση κυστίτιδα δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί επακριβώς.
Οι αιτίες που προκαλούν τη χρόνια φλεγμονή της εσωτερικής βλεννογόνου της ουροδόχου κύστης σε ορισμένους ανθρώπους είναι πολλές. Ωστόσο οι επιδράσεις τους, στους ανθρώπους δεν είναι πάντα οι ίδιες.
Είναι πιθανόν ότι σε ορισμένους ανθρώπους κάποιες ανωμαλίες στο εσωτερικό του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης να ευθύνονται για τη χρόνια φλεγμονή.
Σε άλλους είναι πιθανόν η φλεγμονή να σχετίζεται με αυτοάνοση διαταραχή. Στις αυτοάνοσες διαταραχές το αμυντικό σύστημα του ασθενούς παράγει παθολογικά αντισώματα και δημιουργεί μηχανισμούς που καταστρέφουν κύτταρα και ιστούς του ιδίου του σώματός του.
Υπάρχουν οικογένειες στις οποίες παρατηρείται αυξημένος αριθμός περιπτώσεων διάμεσης κυστίτιδας.
Επιπλέον υπάρχει διαφορετική συχνότητα της νόσου ανάλογα με το φύλο. Στις γυναίκες η διάμεση κυστίτιδα είναι 5 έως 9 φορές συχνότερη από ό,τι στους άνδρες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η νόσος εκδηλώνεται στις ηλικίες από 30 έως 40 ετών.
Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εξέταση και στις συμπληρωματικές εξετάσεις.
Η διάμεση κυστίτιδα προκαλεί σημεία και συμπτώματα, που είναι παρόμοια με αυτά που προκαλούν οι ουρολοιμώξεις και άλλες φλεγμονώδεις νόσοι στη λεκάνη, στο ουροποιητικό και στο αναπαραγωγικό σύστημα.
Η ανάλυση ούρων έχει σημαντικό ρόλο. Εάν δείξει ότι υπάρχει ουρολοίμωξη, η θεραπεία με αντιβιοτικά λύνει το πρόβλημα. Σε αντίθετη περίπτωση χρειάζονται επιπλέον εξετάσεις.
Η κυστεοσκόπηση, που διενεργείται από ουρολόγο με τοπική αναισθησία, επιτρέπει την άμεση εξέταση του εσωτερικού της κύστης. Η εξέταση μπορεί να δείξει την ύπαρξη στικτών αιμορραγιών (πετέχειες) ή ελκών, που δυνατόν να υπάρχουν στη διάμεση κυστίτιδα. Επίσης, εάν χρειαστεί είναι δυνατόν να ληφθούν και βιοψίες.
Η θεραπεία περιλαμβάνει διατροφικά μέτρα, αλλαγές στον τρόπο ζωής και φάρμακα.
Είναι πολύ σημαντικό για τον ασθενή να προσέχει για να καταλάβει κατά πόσο κάποια τρόφιμα ή ποτά επιδεινώνουν τα συμπτώματά του ή πυροδοτούν νέες κρίσεις πόνου.
Μερικοί ασθενείς αναφέρουν, ότι οι ντομάτες, τα εσπεριδοειδή και άλλα τρόφιμα ή ποτά με κάποια οξύτητα επιδεινώνουν τις ενοχλήσεις τους. Το ίδιο ισχύει και για τα αλκοολούχα ποτά και για το κάπνισμα.
Οι ασθενείς με διάμεση κυστίτιδα πρέπει να αποφεύγουν τα αλκοολούχο ποτά και κάθε μορφής καπνίσματος, διότι αποτελούν σημαντικούς παράγοντες ερεθισμού και φλεγμονής της ουροδόχου κύστης.
Η σωματική και ψυχική καταπόνηση επιδεινώνουν τα συμπτώματα των ασθενών με διάμεση κυστίτιδα. Η ορθή διαχείριση του στρες και οι τεχνικές χαλάρωσης βοηθούν στην ανακούφιση από τον πόνο και τις άλλες ενοχλήσεις.
Οι ομάδες αλληλοβοήθειας μπορούν να προσφέρουν στους ασθενείς με διάμεση κυστίτιδα μεγάλη στήριξη. Η συζήτηση της νόσου τους με άλλους και η ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων μπορεί να προσφέρουν πολλά.
Στις περιπτώσεις, που οι διατροφικές προσαρμογές και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής δεν βοηθούν τον ασθενή, ο γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει φάρμακα.
Το είδος των φαρμάκων που θα χορηγηθούν και οι άλλες θεραπευτικές μέθοδοι, που πιθανόν να χρησιμοποιηθούν, εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες.
Ο ειδικός γιατρός, ο ουρολόγος, θα αποφασίσει για το είδος της θεραπείας, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ασθενούς, της νόσου του και της εξέλιξης.