Η πυελονεφρίτιδα είναι μόλυνση νεφρού. Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εξέταση και στην ανάλυση ούρων του ασθενούς.
Τα σημεία και συμπτώματα της πυελονεφρίτιδας ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς. Οι αιτίες που προκαλούν τη μόλυνση του νεφρού χρειάζεται να αναγνωριστούν για καλύτερη αντιμετώπιση και πρόληψη.
Η ανάλυση ούρων στη μόλυνση νεφρού δείχνει την ύπαρξη βακτηρίων, λευκών αιμοσφαιρίων (πύον), ερυθρών αιμοσφαιρίων ή αίματος στα ούρα.
Η ανάλυση ούρων από μόνη της, δεν μπορεί να δείξει εάν πρόκειται για κυστίτιδα (μόλυνση της ουροδόχου κύστης) ή για μόλυνση των νεφρών. Οι υποψίες ότι πρόκειται για μόλυνση νεφρών παρά κυστίτιδα, αυξάνονται όταν η κλινική εικόνα του ασθενούς είναι σοβαρότερη με πυρετό και πόνο στη μέση της πλάτης, ακριβώς κάτω από το θώρακα στο επίπεδο των νεφρών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο γιατρός πιθανόν να ζητήσει εκτός από τις αναλύσεις ούρων και αναλύσεις αίματος. Σε αυτές θα ψάξει να δει εάν υπάρχουν σημεία σοβαρότερης μόλυνσης (αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια, αυξημένα ουδετερόφιλα, ψηλή ταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων, ψηλή
C-αντιδρώσα πρωτεΐνη).
Παράλληλα είναι δυνατόν να ζητηθεί υπερηχογράφημα των νεφρών για να διαπιστωθεί η κατάσταση του μεγέθους και της μορφής των νεφρών ή η ανίχνευση ανωμαλιών στο ουροποιητικό σύστημα.
Η θεραπεία που θα χορηγηθεί έχει ως στόχο την καταπολέμηση και εξάλειψη των μικροβίων που την έχουν προκαλέσει, την προστασία της νεφρικής λειτουργίας και την προφύλαξη από μελλοντικές υποτροπές (εμφάνιση νέων επεισοδίων) της νόσου.
Η νόσος μπορεί να είναι ήπια ή σοβαρή και να απαιτεί εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο για ενδοφλέβια αντιβίωση και άλλη υποστηρικτική θεραπεία. Η απόφαση για τη χορήγηση της θεραπείας επι εξωτερικής ή εσωτερικής βάσης, θα ληφθεί από το γιατρό με βάση την κλινική εικόνα και το ιστορικό του ασθενούς.
Η αντιβίωση αποτελεί τη βάση της θεραπείας. Η επιλογή του αντιβιοτικού γίνεται με βάση το αντιβιόγραμμα. Αυτό είναι ένα τεστ που γίνεται στα βακτηρίδια που έχουν καλλιεργηθεί από τα ούρα του ασθενή και ευθύνονται για τη μόλυνση των νεφρών. Το τεστ δείχνει ποια αντιβιοτικά είναι σε θέση να εξουδετερώνουν το βακτηρίδιο που ευθύνεται.
Με βάση την ευαισθησία των βακτηριδίων στο αντιβιόγραμμα, ο γιατρός θα χορηγήσει την πλέον ενεργό αντιβίωση για την περίπτωση. Τα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται συνήθως περιλαμβάνουν την αμοξυκιλλίνη, την κοτριμοξαζόλη (συνδυασμός σουλφαμεθοξαζόλης και τριμεθοπρίμης) και κινολόνες (σιπροφλοξασίνη, νορφλοξασίνη).
Η χορήγηση φαρμάκων κατά του πόνου μπορεί να είναι επίσης αναγκαία.
Τα σημεία και συμπτώματα της πυελονεφρίτιδας, υποχωρούν μετά από μερικές ημέρες αντιβίωσης. Μια νέα ανάλυση ούρων μπορεί να επιβεβαιώσει την εξαφάνιση των βακτηριδίων από τα ούρα. Η διάρκεια της αντιβίωσης μπορεί να είναι μιας εβδομάδας ή περισσότερο.
Σε περίπτωση υποτροπών της νόσου, θα πρέπει να μελετηθεί καλύτερα το ουροποιητικό σύστημα με τη βοήθεια συμπληρωματικών απεικονιστικών εξετάσεων. Εάν κριθεί αναγκαίο μπορεί να γίνουν υπερηχογράφημα, ενδοφλέβια πυελογραφία ή μαγνητική τομογραφία.
Η ανεύρεση ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος οι οποίες συνήθως ευνοούν τις λοιμώξεις, επιβάλλει την αντιμετώπιση τους από εξειδικευμένους γιατρούς.
Η πρόληψη βασίζεται σε μέτρα υγιεινής, λήψη άφθονων υγρών για διατήρηση καλής κατάστασης ενυδάτωσης και τακτικό άδειασμα της ουροδόχου κύστης με συχνή διούρηση αποφεύγοντας καταστάσεις συγκράτησης ούρων.
Οι γυναίκες, εξαιτίας της ανατομίας τους, είναι περισσότερο ευάλωτες σε ουρολοιμώξεις που δυνατόν να ευνοούν την πυελονεφρίτιδα.
Για να βοηθούν στην πρόληψη της νόσου, μπορούν να πίνουν άφθονα υγρά που συμβάλλουν στην αποβολή βακτηριδίων κατά τη διούρηση, να ουρούν μόλις αισθάνονται την ανάγκη για αυτό, να ουρούν μετά τη σεξουαλική επαφή, να προτιμούν το ντους παρά το μπάνιο, να σκουπίζονται μετά από τις φυσικές τους ανάγκες από μπροστά προς τα πίσω και όχι το αντίθετο, να αποφεύγουν το έντονο πλύσιμο ή τη χρήση ερεθιστικών σαπουνιών ή άλλων προϊόντων στις ευαίσθητες γεννητικές περιοχές.
Σε περίπτωση υποψίας για ύπαρξη ουρολοίμωξης, κυστίτιδας ή πυελονεφρίτιδας, είναι απαραίτητο να ζητείται άμεσα η συμβουλή γιατρού. Η έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπεία αποτρέπουν επικίνδυνες επιπλοκές και προστατεύουν τη νεφρική λειτουργία από μόνιμες βλάβες.