Οι μολύνσεις των βαλβίδων της καρδίας εντάσσονται στα πλαίσια της ενδοκαρδίτιδας που είναι η μόλυνση του ενδοκαρδίου (λεπτή μεμβράνη που επενδύει εσωτερικά τις καρδιακές κοιλότητες και τις βαλβίδες).
Πρόκειται για μολύνσεις που απειλούν τη ζωή.
Οι βαλβίδες της καρδίας επιτρέπουν τη ροή του αίματος προς μία κατεύθυνση και εμποδίζουν την παλινδρόμησή του κατά τη διάρκεια της καρδιακής συστολής.
Η καρδιά έχει 4 βαλβίδες που είναι η τριγλώχινα μεταξύ δεξιού κόλπου και δεξιάς κοιλίας, η πνευμονική μεταξύ δεξιάς κοιλίας και πνευμονικής αρτηρίας, η μιτροειδής ή διγλώχινα μεταξύ αριστερού κόλπου και αριστερής κοιλίας και η αορτική μεταξύ αριστερής κοιλίας και αορτής.
Οι βλάβες που μπορούν να υποστούν οι βαλβίδες περιλαμβάνουν τη στένωση, την ανεπάρκεια ή τη μικτή βαλβιδοπάθεια στην οποία συνυπάρχουν η στένωση και η ανεπάρκεια. Στη στένωση, η διέλευση του αίματος παρεμποδίζεται διότι η βαλβίδα δεν έχει πλέον κανονικό άνοιγμα. Στην ανεπάρκεια, η βαλβίδα δεν κλείνει εντελώς με αποτέλεσμα να διοχετεύεται αίμα σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που πρέπει να γίνεται σε μια συγκεκριμένη βαλβίδα.
Οι παθήσεις των βαλβίδων της καρδίας προκαλούν καρδιακή δυσλειτουργία. Επιπρόσθετα μπορούν να μολυνθούν από διάφορα μικρόβια όπως βακτηρίδια και μύκητες.
Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο μόλυνσης των βαλβίδων της καρδίας είναι:
- Παθήσεις των βαλβίδων της καρδίας, όπως εκ γενετής ανωμαλίες ή βλάβες που δημιουργούνται αργότερα. Ασθένειες που μπορούν να προκαλούν βλάβες στις βαλβίδες της καρδίας περιλαμβάνουν το ρευματικό πυρετό, τη στεφανιαία νόσο της καρδίας, τις μολύνσεις και τις εκφυλιστικές αλλοιώσεις.
- Προσθετικές βαλβίδες (μιτροειδής, αορτική) οι οποίες τοποθετούνται στη θέση βαλβίδων οι οποίες αφαιρούνται λόγω του ότι έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη.
- Ύπαρξη βηματοδοτών, αυτόματων εμφυτευμένων απινιδωτών, κεντρικών καθετήρων (τύπου Hickman, Broviac, Port-a-cath) που διευκολύνουν την είσοδο μικροβίων στο εσωτερικό της καρδίας.
- Χρήση ενδοφλέβιων παράνομων ουσιών, ναρκωτικών λόγω εισόδου στην καρδία ξένων σωματιδίων και βακτηριδίων που συχνά υπάρχουν στα σκευάσματα που χρησιμοποιούν οι ναρκομανείς.
Τα συχνότερα σημεία και συμπτώματα των μολύνσεων των βαλβίδων της καρδίας περιλαμβάνουν:
- Πυρετό.
- Εύκολη κούραση.
- Δυσκολίες αναπνοής, δύσπνοια, ταχύπνοια, βραχύπνοια (βραχεία επιπόλαια αναπνοή).
- Πόνους στους μύες, στις αρθρώσεις, στην πλάτη.
- Δερματικό εξάνθημα.
- Καρδιακή ανεπάρκεια με εύκολη, κούραση, δύσπνοια, αρρυθμίες, οίδημα στα πόδια.
Διάγνωση
Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς, στην κλινική εξέταση, στις απεικονιστικές και λειτουργικές εξετάσεις της καρδίας όπως το υπερηχογράφημα, στις αναλύσεις αίματος (δείκτες μολύνσεως και φλεγμονής) και στις καλλιέργειες αίματος στις οποίες δυνατόν να αναπτυχθούν τα βακτηρίδια ή οι μύκητες, που ευθύνονται για τη μολυσματική βαλβιδοπάθεια.
Η γενική εξέταση του αίματος, μπορεί να δείξει αυξημένο αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων με αύξηση των ουδετεροφίλων, όπως επίσης και αναιμία. Οι δείκτες μόλυνσης και φλεγμονής όπως η ταχύτητα καθίζησης, η CRP (C-αντιδρώσα πρωτεΐνη), το ινωδογόνο και άλλοι, δυνατόν να παρουσιάζουν αύξηση.
Το υπερηχογράφημα της καρδίας μπορεί να δείξει τις λειτουργικές ανωμαλίες των βαλβίδων, τις επιπτώσεις στη λειτουργία της καρδίας και εάν υπάρχουν βακτηριδιακές εκβλαστήσεις που δυνατόν να αναπτυχθούν στις βαλβίδες.
Οι εν λόγω εκβλαστήσεις είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες, διότι τεμάχια που αποσπώνται από αυτές μπορούν να προκαλέσουν έμβολα που αποφράσσουν εγκεφαλικές αρτηρίες προκαλώντας έτσι εγκεφαλικά επεισόδια. Επίσης το υπερηχογράφημα είναι σε θέση να δείξει εάν δημιουργηθεί απόστημα στην καρδία λόγω της ενδοκαρδίτιδας.
Τα μικρόβια που ευθύνονται συχνότερα για πρόκληση μολύνσεων των βαλβίδων και του ενδοκαρδίου είναι τα βακτηρίδια στρεπτόκοκκοι (ιδιαίτερα οι πρασινίζοντες στρεπτόκοκκοι), οι εντερόκοκκοι και οι σταφυλόκοκκοι (ιδιαίτερα οι χρυσίζοντες σταφυλόκοκκοι).
Θεραπεία
Η θεραπεία των μολύνσεων των βαλβίδων της καρδίας βασίζεται στη χορήγηση ενδοφλέβιων αντιβιοτικών. Τα αντιβιοτικά που θα χορηγηθούν επιλέγονται με βάση τα βακτηρίδια ή μύκητες που αναπτύσσονται στις καλλιέργειες αίματος στο εργαστήριο.
Η διάρκεια χορήγησης της ενδοφλέβιας αντιβίωσης κυμαίνεται από 4 έως 6 εβδομάδες. Η μεγάλη αυτή διάρκεια απαιτείται λόγω του ότι πρόκειται για πολύ σοβαρές μολύνσεις που απειλούν τη ζωή του ασθενούς.
Στις περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρές βλάβες των βαλβίδων μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση για διόρθωση ή αφαίρεση με τοποθέτηση βιολογικής ή μηχανικής προσθετικής βαλβίδας.
Σε ασθενείς με ανωμαλίες των βαλβίδων της καρδίας ή στους οποίους έχουν τοποθετηθεί προσθετικές βαλβίδες, πριν από επεμβάσεις στα δόντια ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις, χρειάζεται συμβουλή του θεράποντος γιατρού για χορήγηση προληπτικής αντιβίωσης με στόχο την αποτροπή σηψαιμίας και ενδοκαρδίτιδας.