Η αναφυλαξία είναι μια σοβαρή, ιδιαίτερα έντονη, αλλεργική αντίδραση που μπορεί να θέσει τη ζωή του ασθενούς σε κίνδυνο. Το ανοσολογικό σύστημα αντιδρά άμεσα και παθολογικά σε ένα αλλεργιογόνο, δηλαδή σε μια ουσία στην οποία ο ασθενής είναι αλλεργικός.
Υπάρχουν διάφορες ουσίες στις οποίες ο ασθενής δυνατόν να είναι ευαισθητοποιημένος και να παρουσιάσει αναφυλακτική αντίδραση. Η αναφυλαξία μπορεί να προκληθεί από αλλεργία σε διάφορες ουσίες που υπάρχουν σε φαγητά, φάρμακα, δηλητήριο εντόμων που εισέρχεται στο οργανισμό από τσίμπημα, αντιβιοτικά και άλλες.
Η οξεία αναφυλακτική αντίδραση επηρεάζει πολλά συστήματα του οργανισμού όπως το κυκλοφορικό, το αναπνευστικό, το νευρικό και το δέρμα. Η πτώσης της πίεσης και το οίδημα (πρήξιμο, αγγειοοίδημα) στο πρόσωπο και στις αναπνευστικές οδούς, μπορεί να πάρουν δραματικές διαστάσεις κατά της διάρκεια της αναφυλαξίας και να οδηγήσουν στο θάνατο τον ασθενή εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης.
Κάθε χρόνο ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων πεθαίνουν λόγω αναφυλαξίας. Η πάθηση μπορεί να προσβάλει και ανθρώπους που δεν είχαν προηγουμένως διαγνωσθεί με κάποια μορφή αλλεργίας.
Υπήρξαν περιπτώσεις ασθενών που είχαν αρχικά ήπιες αλλεργικές αντιδράσεις σε φαγητά, φάρμακα, αντιβιοτικά ή σε κάτι άλλο με τη μορφή αλλεργικού εξανθήματος (βλατίδες, κνησμός, ουρτικάρια). Αργότερα ήλθαν ξανά σε επαφή με το αλλεργιογόνο στο οποίο ήσαν ευαισθητοποιημένοι και παρουσίασαν αναφυλαξία. Εάν προηγείτο η διάγνωση και η κατάλληλη αγωγή από αλλεργιολόγο ή άλλο κατάλληλο γιατρό, θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί το επικίνδυνο επεισόδιο.
Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός χρειάζεται ενημέρωση και διαπαιδαγώγηση του κοινού για το πρόβλημα της αλλεργίας και ιδιαίτερα για την αναφυλαξία.
Πρέπει να τονίσουμε ότι τα επεισόδια σοβαρής αναφυλακτικής αντίδρασης δεν είναι συχνά και μόνο λίγα αλλεργιογόνα μπορούν να την προκαλέσουν. Το λεπτομερές ιστορικό του ασθενούς μπορεί να βοηθά στην αναγνώριση του παράγοντα που προκαλεί την αλλεργία.
Εάν διαπιστωθεί ότι ο ασθενής παρουσιάζει αλλεργική αντίδραση μετά από μια πρώτη επαφή με ένα αλλεργιογόνο παράγοντα τότε είναι σημαντικό να αποφεύγεται οποιαδήποτε μελλοντική νέα επαφή.
Αναφυλαξία μπορούν να προκαλέσουν ουσίες στις οποίες είναι αλλεργικός κάποιος όπως μεταξύ άλλων οι ακόλουθες:
- Δηλητήριο εντόμων που εισέρχεται στο σώμα μετά από τσίμπημα
- Ουσίες από τρόφιμα κυρίως από φιστίκια, αυγά και μαλάκια
- Αντιβιοτικά, συνήθως πενικιλίνες, κεφαλοσπορίνες, σουλφοναμίδες
- Ενέσιμα αναισθητικά
- Ουσίες που χρησιμοποιούνται στην ακτινολογία, σκιαγραφικά στην ακτινοδιαγνωστική
- Λάτεξ.
Τα σημεία και συμπτώματα της αναφυλαξίας περιλαμβάνουν:
- Καρδιαγγειακό σύστημα: Πτώση της πίεσης, ταχυκαρδία, σοκ (καταπληξία)
- Αναπνευστικό σύστημα: Δύσπνοια, βήχας, οίδημα των αναπνευστικών οδών στο λάρυγγα, στη γλώσσα, στα χείλη, αίσθημα ασφυξίας με τον ασθενή να νιώθει ότι κλείνει ο λαιμός του
- Δέρμα: Αλλεργικό εξάνθημα με ερύθημα, βλατίδες, κνησμό, ουρτικάρια
- Ζαλάδα, ρίγος, χλωμάδα
- Αναγούλες, εμετός, πόνος στην κοιλιά.
Εάν κάποιος παρουσιάζει σημεία ή συμπτώματα που μπορεί να έχουν σχέση με αναφυλακτική αντίδραση, είναι απαραίτητο να γίνονται τα ακόλουθα:
- Να ειδοποιούνται αμέσως οι υπηρεσίες επείγουσας ιατρικής επέμβασης και παροχής βοήθειας της περιοχής που βρίσκεται ο ασθενής, διότι είναι δυνατόν να χρειαστεί άμεση ιατρική περίθαλψη και μεταφορά του ασθενούς στο πλησιέστερο νοσοκομείο
- Ορισμένοι ασθενείς που έχουν ιστορικό αναφυλαξίας έχουν μαζί τους ενέσεις αδρεναλίνης όπως EpiPen ή Twinject. Για αποφυγή απώλειας χρόνου στην αντιμετώπιση της αναφυλακτικής αντίδρασης, οι ενέσεις αυτές πρέπει να χορηγούνται πρώτα και μετά να γίνεται η κλήση προς τις υπηρεσίες επειγόντων περιστατικών. Η αδρεναλίνη είναι το πρώτο φάρμακο που πρέπει να χορηγείται στις περιπτώσεις αναφυλαξίας και μετά ακολουθούν αντιισταμινικά ή και κορτικοστεροειδή.
Άτομα που παρουσίασαν αναφυλαξία πρέπει οπωσδήποτε να αναζητήσουν εξειδικευμένη ιατρική συμβουλή και παρακολούθηση τόσο άμεσα και βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροχρόνια.
Μετά από μια αναφυλακτική αντίδραση, απαιτείται παρακολούθηση για τις μερικές ώρες που ακολουθούν διότι έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει ο κίνδυνος υποτροπής με νέα αναφυλακτική αντίδραση.