Οι γυναίκες ίσως θα πρέπει
να ελέγχονται για τη μόλυνση με χλαμύδια κάθε φορά που έχουν ένα νέο
ερωτικό σύντροφο.Ο ετήσιος έλεγχος με τεστ για χλαμύδια
πιθανόν να μην είναι αρκετός για να προστατεύει τις γυναίκες από τις
σοβαρές επιπλοκές που δυνατόν να προκαλεί σε αυτές η μόλυνση από τα
βακτήρια χλαμύδια.
Τα σημαντικά αυτά συμπεράσματα προέκυψαν από έρευνα σε 2.529
σεξουαλικά ενεργές φοιτήτριες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο στόχος των
ερευνητών ήταν να βρουν αποτελεσματικότερους τρόπους πρόληψης με τεστ
της φλεγμονώδους νόσου των γεννητικών οργάνων στις γυναίκες που
προκαλούνται από τα χλαμύδια.
Τα βακτήρια χλαμύδια (Chlamydia trachomatis)
είναι από τις συχνότερες μολύνσεις που μεταδίδονται από το σεξ. Στην
Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι η συχνότερη μόλυνση που
μεταδίδεται από το σεξ.
Η μόλυνση δεν προκαλεί συμπτώματα και για αυτό η διάγνωση δεν
γίνεται. Οι ασθενείς παραμένουν χωρίς θεραπεία, η νόσος εξελίσσεται
και παράλληλα μεταδίδεται στους σεξουαλικούς συντρόφους.
Η νόσος προκαλεί μεγάλες ανησυχίες διότι εξελίσσεται αθόρυβα και
χωρίς θεραπεία. Στις γυναίκες η μόλυνση προκαλεί φλεγμονώδη νόσο των
γεννητικών οργάνων που δυνατόν να οδηγεί σε χρόνιο πόνο
στη λεκάνη, σε στειρότητα λόγω προβλημάτων στις σάλπιγγες και σε έκτοπη
εγκυμοσύνη.
Υπάρχει σύσταση για ετήσιο έλεγχο με τεστ για χλαμύδια των
γυναικών ηλικίας 24 ετών ή λιγότερο που είναι σεξουαλικά ενεργές. Σε
πολλές ανεπτυγμένες χώρες έχουν υιοθετηθεί προγράμματα ανίχνευσης
βασισμένα στην εν λόγω σύσταση με στόχο την έγκαιρη ανίχνευση και
θεραπεία των μολύνσεων των γυναικών από τα χλαμύδια με στόχο την
αποτροπή των σοβαρών επιπλοκών που η εν λόγω μόλυνση προκαλεί.
Γιατροί από το πανεπιστήμιο του Λονδίνου θέλησαν να εξετάσουν ένα
πράγματι το ετήσιο τεστ για χλαμύδια είναι αρκετό για να προφυλάσσει τις
σεξουαλικά ενεργές νέες γυναίκες από τους κινδύνους που δημιουργούν τα
χλαμύδια.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η ανίχνευση της μόλυνσης από χλαμύδια με βάση
αυτήν τη σύσταση μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο για φλεγμονώδη νόσο στη
λεκάνη της γυναίκας για διάρκεια 12 μηνών αλλά περισσότερο στις γυναίκες
που αρχικά κατά το πρώτο τεστ ήσαν θετικές για μόλυνση από χλαμύδια.
Στις γυναίκες που βρέθηκαν να πάσχουν από τη μόλυνση από χλαμύδια, η
θεραπεία μείωνε τον κίνδυνο φλεγμονώδους νόσου της λεκάνης της γυναίκας
κατά 80%.
Όμως για τις γυναίκες που αρχικά, στο πρώτο τεστ ήσαν αρνητικές, τα
αποτελέσματα της μεθόδου δεν ήταν ικανοποιητικά. Οι περισσότερες
περιπτώσεις φλεγμονώδους νόσου των γεννητικών οργάνων βρέθηκαν σε
γυναίκες που αρχικά είχαν αρνητικό τεστ για χλαμύδια.
Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τους ερευνητές ότι ένα τεστ το χρόνο δεν
είναι αρκετό για να προστατεύει τις γυναίκες από τους κινδύνους των
χλαμύδια.
Με λίγα λόγια μπορεί μια γυναίκα να είναι αρχικά στο τεστ αρνητική
άλλα αργότερα κατά τη διάρκεια του έτους να μολυνθεί και να υποστεί τις
επιπλοκές της νόσου. Για αυτό χρειάζεται άλλη στρατηγική για την πρόληψη
των επιπλοκών μετά από μόλυνση με χλαμύδια.
Με βάση τα αποτελέσματα τους οι Βρετανοί γιατροί καλούν τους
εμπειρογνώμονες και αρμόδιους για τη δημόσια υγεία να εξετάσουν τη
σύσταση για επιπλέον ανιχνευτικά τεστ εκτός από το ετήσιο.
Συγκεκριμένα εισηγούνται όπως οι γυναίκες κάνουν τεστ για χλαμύδια
κάθε φορά που κάνουν σεξ με νέο ερωτικό σύντροφο.