Η
χημειοθεραπεία βασίζεται σε φάρμακα τα οποία έχουν την ικανότητα να
σκοτώνουν κύτταρα του καρκίνου, να τα παρεμποδίζουν από το να
εξαπλώνονται και να κάνουν μεταστάσεις.Υπάρχουν σήμερα
τουλάχιστον 80 διαφορετικά είδη χημειοθεραπευτικών φαρμάκων τα οποία
επίσης κάποτε αποκαλούνται αντικαρκινικά φάρμακα. Ο κάθε τύπος
χημειοθεραπευτικού φαρμάκου, έχει το δικό του τρόπο δράσης.
Κατά γενικό κανόνα όλα σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα ή παρεμβαίνουν
στους μηχανισμούς ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού τους. Η πρόληψη
δημιουργίας μεταστάσεων δηλαδή δευτερογενών εντοπισμών της νόσου που
προέρχονται από την πρωτογενή εστία σε όργανα όπως οι πνεύμονες, ο
εγκέφαλος, το συκώτι και τα οστά, περιλαμβάνονται στις ευεργετικές
δράσεις της χημειοθεραπείας.
Τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε μόνα
τους είτε σε συνδυασμούς μεταξύ τους. Η χημειοθεραπεία που θα
χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το είδος του καρκίνου που θα πρέπει να
αντιμετωπισθεί και την έκταση που έχει πάρει στον οργανισμό τόσο τοπικά
όσο και σε επίπεδο μεταστάσεων.
Στους περισσότερους ασθενείς, η χημειοθεραπεία χορηγείται διαμέσου
ενδοφλέβιων υγρών. Τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα μπορούν επίσης να δοθούν
ενδομυϊκώς ή από το στόμα.
Η χημειοθεραπεία φτάνει σχεδόν σε όλα τα μέρη του σώματος.
Αυτό βοηθά στην εξάλειψη των καρκινικών κυττάρων που έχουν διασκορπιστεί
από την αρχική εστία του καρκίνου. Στον εγκέφαλο και στους όρχεις, η
διείσδυση των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων είναι χαμηλή. Έτσι στα εν λόγω
όργανα μπορεί να χρειαστεί διαφορετική θεραπεία.
Δυστυχώς τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα καταστρέφουν όχι μόνο
καρκινικά κύτταρα αλλά και υγιή, φυσιολογικά κύτταρα του οργανισμού.
Ενώ τα καρκινικά κύτταρα συνήθως δεν ανακάμπτουν μετά από την έκθεση
τους στη χημειοθεραπεία, τα φυσιολογικά κύτταρα έχουν μηχανισμούς
επιδιόρθωσης που τους επιτρέπουν να αναζωογονηθούν και να λειτουργήσουν
ξανά φυσιολογικά.
Τα κύτταρα της βλεννογόνου του πεπτικού συστήματος, δηλαδή αυτά που
καλύπτουν την εσωτερική επιφάνεια του στόματος, του οισοφάγου, του
στομαχιού και του εντέρου όπως επίσης και τα κύτταρα που δημιουργούν τις
τρίχες και τα κύτταρα του μυελού των οστών που δημιουργούν το αίμα,
είναι πολύ ευαίσθητα στη χημειοθεραπεία λόγω του ότι ανανεώνονται
συνεχώς. Είναι για το λόγο αυτό που οι ασθενείς που λαμβάνουν
χημειοθεραπεία παθαίνουν στοματίτιδα, άφθες στο στόμα, έχουν ενοχλήσεις
στο στομάχι, χάνουν τα μαλλιά τους και νιώθουν έντονη κόπωση και
αδυναμία.
Για τη λευχαιμία και το πολλαπλούν μυέλωμα, η χημειοθεραπεία είναι η
βάση της θεραπείας. Σε άλλες μορφές καρκίνου, η χημειοθεραπεία είναι
μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής αντιμετώπισης που περιλαμβάνει
ακτινοθεραπεία ή και χειρουργική επέμβαση.
Η χημειοθεραπεία εκτός από το γεγονός ότι σκοτώνει τα καρκινικά
κύτταρα, μειώνει ή εξαφανίζει τους κακοήθεις όγκους και καταπολεμά τις μεταστάσεις,
μπορεί να ανακουφίζει από τον πόνο που προκαλεί ο καρκίνος. Η
ανακουφιστική δράση της χημειοθεραπείας όσον αφορά στην καταπράυνση του
πόνου, μπορεί να προσφερθεί τόσο στα αρχικά στάδια της νόσου όσο και
όταν ο καρκίνος δεν μπορεί να εξαλειφθεί και χρειάζεται καταπολέμηση του
πόνου που πιθανόν να προκαλεί . Προσφέρει έτσι βελτίωση της ποιότητας
ζωής του ασθενούς.
Ο κάθε τύπος χημειοθεραπευτικού φαρμάκου έχει τις δικές του
επιπλοκές. Αυτές μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές
ανάλογα με τις αντιδράσεις και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Είναι
πολύ σημαντικό οι γιατροί να ενημερώνουν λεπτομερώς τους ασθενείς τους
για τις παρενέργειες που δυνατόν να αναμένονται από τη χημειοθεραπεία
που θα χορηγηθεί. Η ενημέρωση πρέπει να γίνεται πριν από την έναρξη της
χημειοθεραπείας.
Η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί σε νοσοκομείο, σε κλινική, στο
ιατρείο ή στο σπίτι του ασθενούς. Κάποτε η θεραπεία χορηγείται εύκολα
από το στόμα. Σε άλλες περιπτώσεις δίνεται με ένεση ή διαμέσου
ενδοφλέβιων υγρών.
Υπάρχουν διάφορα σχήματα χημειοθεραπείας με χορήγηση φαρμάκων
ημερησίως, εβδομαδιαίως ή μηνιαίως. Συχνά υπάρχουν περίοδοι διακοπής για
ανάκαμψη του οργανισμού μεταξύ των χορηγήσεων των φαρμάκων.
Οι γιατροί χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους, κλινικές, εργαστηριακές
(αναλύσεις αίματος) και απεικονιστικές (αξονική τομογραφία, μαγνητική
τομογραφία, ακτινογραφίες, σπινθηρογράφημα) για να αξιολογούν την
εξέλιξη και ανταπόκριση της νόσου στις θεραπείες όπως επίσης και το πόσο
καλά ανέχεται ο ασθενής τη χημειοθεραπεία που λαμβάνει.
Είναι γεγονός ότι η χημειοθεραπεία συνοδεύεται από πολλές
παρενέργειες. Συχνά οι ασθενείς παρουσιάζουν κούραση, ναυτία,
εμετούς, διάρροια, άφθες στο στόμα, στοματίτιδα, απώλεια μαλλιών,
εξανθήματα και καταστολή του μυελού των οστών με μείωση των λευκών, των
ερυθρών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων στο αίμα.
Τα προβλήματα στο μυελό των οστών και στο αίμα που προκαλεί η
χημειοθεραπεία είναι αιτίες που αυξάνουν τον κίνδυνο για μολύνσεις και
αιμορραγία.
Οι παρενέργειες εξαρτώνται από το είδος και τη δόση του φαρμάκου
που χορηγείται. Ορισμένα φάρμακα προκαλούν περισσότερες αλλεργικές
αντιδράσεις, μουδιάσματα, μυρμηγκιάσματα στα χέρια και πόδια. Επίσης
είναι δυνατόν να προκληθεί φλεγμονή στο σημείο και στη φλέβα που
χορηγείται ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο. Μερικά φάρμακα έχουν τον
κίνδυνο πρόκλησης αιμορραγίας από την ουροδόχο κύστη.
Υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης των επιπλοκών αυτών τις οποίες
γνωρίζουν καλά οι γιατροί. Η στενή παρακολούθηση του ασθενούς που
λαμβάνει χημειοθεραπεία ή η εισαγωγή του στο νοσοκομείο, επιτρέπουν την
έγκαιρη αντιμετώπιση στον καλύτερο δυνατό βαθμό ανάλογα με την περίπτωση
και των επιπλοκών που πιθανόν να συμβούν.
Τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα όταν χρησιμοποιηθούν στην αρχή της
εγκυμοσύνης, έχουν τον κίνδυνο να προκαλέσουν συγγενείς ανωμαλίες. Για
αυτό εάν μια γυναίκα είναι ή πιθανόν να είναι έγκυος, πρέπει να
ενημερώνει το γιατρό της.
Επίσης η χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλεί στειρότητα. Είναι
σημαντικό για τους ασθενείς που βρίσκονται σε ηλικία τεκνοποίησης, να
συζητούν τα θέματα στειρότητας με τους γιατρούς τους. Υπάρχουν
περιπτώσεις που μπορεί να διαφυλαχθούν σπέρμα ή ωάρια για σκοπούς
μεταγενέστερης τεχνητής γονιμοποίησης στα πλαίσια οικογενειακού
προγραμματισμού.
Οι ασθενείς που παίρνουν χημειοθεραπεία πρέπει να ενημερώνουν το γιατρό
τους εάν παρουσιάζουν πυρετό, ρίγος, εξάνθημα, πρήξιμο των χεριών,
ποδιών ή μέρους του προσώπου τους, εμετούς, διάρροια, αίμα στα ούρα ή
στα κόπρανα, αιμορραγία ή μώλωπες, δυσκολίες στην αναπνοή, έντονους
πονοκέφαλους και ανεξήγητο πόνο που είναι έντονος και διαρκεί.
Εάν δημιουργηθεί πόνος, κοκκίνισμα, πρήξιμο στο σημείο που έχει
τοποθετηθεί ενδοφλέβια ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο, πρέπει να
ενημερώνεται ο γιατρός. Υπάρχουν τοπικές ή γενικές θεραπείες που μπορούν
να βοηθούν. Επίσης μπορούν να ληφθούν μέτρα για την ελαχιστοποίηση
πιθανοτήτων πρόκλησης ξανά του ιδίου προβλήματος.
Οι ασθενείς πρέπει να ζητούν μια λεπτομερή και πλήρη ενημέρωση από
το γιατρό τους για τη χημειοθεραπεία που πρόκειται να λάβουν και τις
πιθανές επιπλοκές της. Μπορούν έτσι να προσαρμόζουν τις καθημερινές
τους δραστηριότητες σύμφωνα με το τι είναι δυνατόν να αναμένουν.
Για παράδειγμα πολλές χημειοθεραπείες επηρεάζουν το δέρμα καθιστώντας
το περισσότερο ευαίσθητο στην ηλιακή ακτινοβολία. Γνωρίζοντας την
επιπλοκή αυτή οι ασθενείς, είναι σε θέση να λαμβάνουν μέτρα προστασίας
από τον ήλιο, να περιορίζουν τις ώρες έκθεσης τους στον ήλιο και να
χρησιμοποιούν τις ειδικές αντηλιακές κρέμες με ψηλό δείκτη προστασίας.
Παράλληλα είναι σημαντικό να συζητούν με το γιατρό τους για άλλα
φάρμακα που ενδεχομένως λαμβάνουν. Υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ
χημειοθεραπείας και ορισμένων άλλων φαρμάκων. Ασπιρίνη, αντιβηχικά και
υπνωτικά φάρμακα είναι δυνατόν να αντενδείκνυνται όταν λαμβάνονται
ορισμένες χημειοθεραπείες.
Τελειώνοντας θέλουμε να τονίσουμε ότι η χημειοθεραπεία είναι ένα
πολύτιμο αλλά δύσκολο και επικίνδυνο όπλο που διαθέτουμε κατά του
καρκίνου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με την
ακτινοθεραπεία και τη χειρουργική επέμβαση.
Η χορήγηση της χημειοθεραπείας από έμπειρη ομάδα γιατρών και
νοσηλευτών όπως επίσης και η πλήρης ενημέρωση του ασθενούς για το είδος
και τις επιπλοκές της χημειοθεραπείας που χορηγείται, μεγιστοποιούν τις
πιθανότητες επιτυχούς αντιμετώπισης του καρκίνου.