Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου είναι:
Ιωάννα Κούρια, Ψυχολόγος - Παιδοψυχολόγος
O φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση προστατευτικού χαρακτήρα μπροστά σε ένα απειλητικό ερέθισμα. Είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης, γιατί μας κινητοποιεί προς αποφυγή ενός πραγματικού ή υποτιθέμενου κινδύνου.
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και έρχονται σε επαφή με καινούργια ερεθίσματα και καταστάσεις, αρχίζουν πολύ φυσιολογικά να φοβούνται. Αυτό είναι ένα αναπτυξιακό φαινόμενο, που εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου.
Από τους πιο συνήθεις φόβους των παιδιών ηλικίας 2-4 ετών είναι οι θόρυβοι, το σκοτάδι, τα ζώα, τα παράξενα αντικείμενα, τα αεροπλάνα, οι αστραπές και οι βροντές. Στα 5 οι φόβοι είναι σχετικά μειωμένοι, ενώ στα 6-7 το παιδί φοβάται κυρίως φαντάσματα, εγκληματίες, καθώς και το θάνατο, το δικό του ή των γονιών του. Στην περίοδο των 8-10 οι φόβοι σταδιακά μειώνονται.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπου οι αρχικοί φόβοι μετατρέπονται σε φοβίες που συνοδεύουν και επηρεάζουν το παιδί στην καθημερινότητα του. Η φοβία είναι ένας υπερβολικός και αδικαιολόγητος φόβος που εμφανίζεται περιοδικά και είναι δυσανάλογος προς το ερέθισμα που την προκαλεί. Συνοδεύεται από έντονο άγχος και σωματικά συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, εφίδρωση, αίσθημα δυσφορίας.
Όταν το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με το φοβικό αντικείμενο ή κατάσταση, έχει την επιθυμία να απομακρυνθεί από αυτό για να «γλιτώσει» από τα δυσάρεστα συμπτώματα. Επίσης, αρχίζει να αποφεύγει μέρη και καταστάσεις, όπου πιστεύει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να έρθει αντιμέτωπο με αυτό που τον τρομάζει. Γνωρίζει ότι ο φόβος του δεν έχει λογική βάση, αλλά νιώθει ανήμπορο να αντιδράσει.
Στην περίπτωση των παιδιών, βέβαια, η συνειδητοποίηση ότι ο φόβος είναι παράλογος μπορεί να μην υπάρχει. Το παιδί πραγματικά πιστεύει ότι το φοβικό αντικείμενο θα του κάνει κακό και θα το βλάψει.
Πώς μαθαίνουν τα παιδιά να φοβούνται;
Η ανάπτυξη των φόβων επηρεάζεται τόσο από την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα του παιδιού, όσο και από τις προσωπικές του εμπειρίες αλλά και το περιβάλλον μέσα στο οποίο εμφανίζονται τα φοβικά ερεθίσματα.
Κάποιες τρομακτικές εμπειρίες, σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης, μπορεί να συνεξαρτήσουν το παιδί να νιώθει φόβο σε κάθε παρόμοια κατάσταση. Επίσης, οι φόβοι μαθαίνονται και μεταδίδονται στα παιδιά από τους γονείς τους.
Αν εξετάσουμε το οικογενειακό περιβάλλον ενός παιδιού με κάποια φοβία, θα δούμε ότι και οι γονείς έχουν αντίστοιχες ή παρόμοιες φοβίες. Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται με εξαιρετική ακρίβεια τα συναισθήματα των γονέων ακόμα και όταν εκείνοι προσπαθούν να τα κρύψουν. Θα «πιάσουν» ακόμα και τα πιο μικρά σήματα που προδίδουν το πώς νιώθουν ή σκέφτονται οι γονείς.
Εξάλλου, πολλά μηνύματα μεταδίδονται ασυνείδητα με τη γενικότερα στάση μας, τους μορφασμούς και τις χειρονομίες μας. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, η ηρεμία, η ψυχραιμία και ο τρόπος που οι γονείς αντιμετωπίζουν τους φόβους των παιδιών τους, είναι καθοριστικής σημασίας για την εξάλειψη αυτών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι φόβοι των παιδιών μπορεί να αντανακλούν μια γενικότερη δυσλειτουργία μέσα στην οικογένεια. Το παιδί δηλαδή μπορεί να εμφανίζει κάποια φοβία ως σύμπτωμα ενός γενικότερου προβλήματος που αφορά όλη την οικογένεια.
Για παράδειγμα, εντάσεις στις σχέσεις των γονέων μπορεί να οδηγήσουν το παιδί σε σχολική φοβία, επειδή εκείνο φοβάται να αφήσει τη μαμά μόνη μήπως πάθει κάτι. Έτσι αρνείται να πάει σχολείο, υιοθετώντας με αυτό τον τρόπο το ρόλο του προστάτη της μητέρας.
Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε ένα παιδί που φοβάται;
Είναι πολύ σημαντικό καταρχήν να βοηθήσουμε το παιδί να αναπτύξει δεξιότητες, με τις οποίες θα μπορεί να αντιμετωπίζει καλύτερα το φόβο του. Οι γονείς από την πλευρά τους μπορούν να φέρουν το παιδί σταδιακά αντιμέτωπο και σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο κάτω από συνθήκες που εκείνο θα νιώθει ασφαλές.
Με την ίδια τους τη συμπεριφορά οι γονείς μπορεί να αποτελέσουν πρότυπα προς μίμηση για το παιδί. Ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι, για παράδειγμα, αλλά βλέπει τη μητέρα του να μπαίνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς άγχος, θα νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια και λιγότερη ανησυχία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι βοηθητικό να εξηγούμε με λόγια στο παιδί ότι το φοβικό αντικείμενο δεν είναι επικίνδυνο και να του αναφέρουμε παραδείγματα από άλλα παιδιά ή ενηλίκους που ήρθαν σε επαφή με παρόμοια κατάσταση.
Κάποιες πρακτικές λύσεις μπορεί να είναι επίσης ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί φοβάται το σκοτάδι, μπορούν οι γονείς να αφήνουν αναμμένο ένα χαμηλό φως το βράδυ κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αν φοβάται τις σκιές, μπορούν να του εξηγήσουν πώς δημιουργούνται οι σκιές.
Αυτό που σίγουρα δε θα βοηθήσει ένα παιδί που φοβάται είναι το να αγνοήσουμε τους φόβους του, να το φέρουμε βίαια σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο ή να το απομακρύνουμε από αυτό. Ιδιαίτερα στην τελευταία περίπτωση, μπορεί το παιδί να ηρεμήσει προσωρινά, όταν θα βρίσκεται μακριά από την τρομακτική για εκείνο κατάσταση, αλλά ο φόβος δε θα εξαλειφθεί. Αντίθετα, θα επανέλθει, πιθανότατα με μεγαλύτερη ένταση, την επόμενη φορά που το παιδί θα βρεθεί αντιμέτωπο με αυτό που φοβάται.
Όταν η φοβία επιμένει, καλό θα ήταν να επισκεφτούμε έναν ειδικό. Εκείνος θα βοηθήσει αφενός το παιδί να την αντιμετωπίσει και αφετέρου θα διαπιστώσει κατά πόσο η φοβία είναι αυτό που πραγματικά ταλαιπωρεί το παιδί ή υπάρχουν άλλες συναισθηματικές δυσκολίες που το εμποδίζουν να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και να αντεπεξέλθει στην καθημερινότητα του.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η συμβουλευτική γονέων ή η θεραπεία οικογένειας είναι επίσης επιβεβλημένη.