Μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, οι άνθρωποι
βιώνουν μια σειρά από έντονα συναισθήματα τα οποία εντάσσονται στα
στάδια του πένθους.
Είναι αποδεκτό από τους γιατρούς, άλλους επιστήμονες και το πλατύ
κοινό ότι οι ψυχολογικές αυτές αντιδράσεις, κατανέμονται σε 5 ξεχωριστά
στάδια που εξελίσσονται, με τη σειρά, διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο. Τα
στάδια αυτά με τη σειρά εμφάνισης μετά το θάνατο του αγαπημένου προσώπου
είναι η δυσπιστία, η πολύ έντονη επιθυμία για το πρόσωπο που πέθανε, ο
θυμός, η κατάθλιψη και η αποδοχή.
Η αναγνώριση των σταδίων του πένθους που συμβαίνουν συνήθως στους
ανθρώπους, η εξέλιξη και οι διαφοροποιήσεις τους, έχουν μεγάλη σημασία.
Αυξάνουν την κατανόηση από τους γιατρούς και άλλους επαγγελματίες
της υγείας, του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν γνωστικά
και συναισθηματικά, το θάνατο και απώλεια ενός πολύ στενού και
αγαπημένου τους προσώπου.
Επίσης οι γνώσεις αυτές, επιτρέπουν την αναγνώριση και διάγνωση
καταστάσεων πένθους που δεν είναι μέσα στα πλαίσια των φυσιολογικών
αντιδράσεων και εξελίξεων.
Για να διεισδύσουν βαθύτερα στους ψυχολογικούς μηχανισμούς του
πένθους που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση, Αμερικανοί επιστήμονες από
το πανεπιστήμιο του Yale, συνέλεξαν και
ανάλυσαν στοιχεία από 233 άτομα μεταξύ 2000 και 2003, στα πλαίσια της
έρευνας Yale Bereavement Study. Οι
συμμετέχοντες είχαν χάσει από θάνατο φυσικής αιτίας, μη σχετιζόμενο με
τραυματισμό, ένας μέλος της οικογένειας τους ή ένα άλλο αγαπημένο τους
πρόσωπο.
Στους 24 μήνες που πέρασαν μετά την απώλεια του αγαπημένου τους
προσώπου, τα άτομα αυτά έτυχαν πλήρους αξιολόγησης για τουλάχιστον μία
φορά για τους 5 δείκτες πένθους που περιλαμβάνονται στη θεωρία για τα
στάδια του πένθους.
Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες (83,8%) ήσαν σύζυγοι αυτών που
απεβίωσαν. Οι υπόλοιποι (16,2%), αποτελούνταν από ενήλικες που ήσαν
παιδιά αυτών που πέθαναν, συγγενείς ή αδέλφια τους.
Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, έδειξε ότι σε
αντίθεση με τη θεωρία που επικράτησε και είναι σήμερα αποδεκτή, ο
κυριότερος αρχικός δείκτης πένθους, δεν ήταν η δυσπιστία. Η αποδοχή
του θανάτου ήταν η συχνότερη συναισθηματική αντίδραση που
παρατηρείτο. Η πολύ έντονη επιθυμία για το πρόσωπο που πέθανε, ήταν
o κυριότερος αρνητικός δείκτης πένθους στους 1 έως 24 μήνες που
ακολουθούσαν το θάνατο. Η δυσπιστία εμφανιζόταν με τη μεγαλύτερη
συχνότητα και ένταση στον 1 μήνα μετά την απώλεια, η πολύ έντονη
επιθυμία για το πρόσωπο που πέθανε είχε το εντονότερο σημείο της
στους 5 μήνες και η κατάθλιψη είχε το ψηλότερο σημείο της στους 6
μήνες. Το αίσθημα της αποδοχής, παρουσίαζε συνεχώς μια
αυξητική τάση μέχρι τους 24 μήνες μετά την απώλεια που ήταν το τέλος
της περιόδου της έρευνας.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο ανάλυσης, όλοι οι αρνητικοί δείκτες του
πένθους, παρουσίαζαν μια υποχώρηση 6 μήνες μετά από την απώλεια του
αγαπημένου προσώπου. |
Η επιμονή αρνητικών συναισθηματικών δεικτών του πένθους 6 μήνες μετά
την απώλεια, είναι σύμφωνα με τους ερευνητές, ένδειξη δυσκολιών
προσαρμογής του πενθούντος ατόμου, πέραν από αυτό που συνήθως αναμένεται
κατά μέσο όρο. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο συγγενής που υποφέρει πέραν
από το αναμενόμενο, είναι πιθανό να χρειάζεται περαιτέρω βοήθεια,
αξιολόγηση και θεραπεία.
Συνοπτικά βλέπουμε ότι σε αντίθεση με αυτό που είναι ευρέως αποδεκτό,
στην έρευνα που σας παρουσιάζουμε οι Αμερικανοί επιστήμονες, διαπίστωσαν
ότι η δυσπιστία δεν είναι το αρχικό, κύριο συναίσθημα πένθους.
Η αποδοχή ήταν το συχνότερο συναίσθημα που παρατηρείτο και η πολύ
έντονη επιθυμία για το πρόσωπο που πέθανε αποτελούσε το εντονότερο αρνητικό συναίσθημα πένθους μετά από τον πρώτο μήνα έως τα δύο χρόνια
από την απώλεια.