Για τα άτομα, που έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV, που προκαλεί το AIDS, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που σχετίζονται με τη θεραπεία και την επιβίωσή τους είναι η επιλογή της καταλληλότερης στιγμής στην οποία πρέπει να αρχίσει η θεραπεία τους με τα αντιρετροϊκά φάρμακα.
Τα πρώτα φάρμακα που ήσαν ικανά να καταστέλλουν τον πολλαπλασιασμό του ιού HIV (αντιρετροϊκά φάρμακα) εμφανίστηκαν το 1996. Τα φάρμακα αυτά κατάφεραν να καθυστερούν την εξέλιξη της μόλυνσης με τον ιό HIV προς το AIDS. Από τότε έχουν αναπτυχθεί και χρησιμοποιηθεί νεότερα αντιρετροϊκά φάρμακα με καλύτερα αποτελέσματα.
Χάρις στην τεράστιας σημασίας αυτή εξέλιξη, το AIDS μετατράπηκε από μια πάντοτε θανατηφόρα ασθένεια σε μια χρόνια πάθηση. Ωστόσο δεν υπάρχει σήμερα ίαση από τη μόλυνση με τον ιό HIV. Τα σύγχρονα αντιρετροϊκά φάρμακα εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό του ιού ο οποίος έτσι δεν μπορεί να αλλοιώνει πλέον τόσο καταστροφικά το ανοσολογικό σύστημα του ασθενούς.
Η απόφαση για το πότε πρέπει να αρχίζει ο φορέας του ιού HIV να παίρνει τα αντιρετροϊκά φάρμακα δεν είναι εύκολη και αποτέλεσε θέμα εκτεταμένων ερευνών. Τα φάρμακα αυτά συνοδεύονται από σοβαρές παρενέργειες και υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναπτυχθεί ανθεκτικότητα του ιού HIV προς αυτά.
Σε πολλές χώρες σήμερα ισχύουν οδηγίες που συστήνουν όπως η θεραπεία με τα αντιρετροϊκά φάρμακα να αρχίζει μόνο όταν τα Τ λεμφοκύτταρα τύπου
CD4 μειωθούν κάτω από 350 ανά μικρόλιτρο (μ
L) αίματος. Ωστόσο νέα δεδομένα συνηγορούν στο ότι οι συνδυασμοί από αντιρετροϊκά φάρμακα είναι προτιμότερο να αρχίζουν πιο νωρίς στην εξέλιξη της μόλυνσης των ασθενών από τον ιό
HIV όταν τα Τ λεμφοκύτταρα τύπου
CD4 είναι περισσότερα.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Μπρίστολ έκαναν μια νέα ανάλυση των στοιχείων από 45.000 ασθενείς που μολύνθηκαν από τον ιό HIV στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική. Οι ασθενείς αυτοί είχαν περιληφθεί σε 18 προοδευτικές έρευνες.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι:
- Η καθυστέρηση της έναρξης της θεραπείας μέχρι που ο αριθμός των λεμφοκυττάρων τύπου CD4 να πέσει μεταξύ 251 έως 350 κύτταρα ανά μL, σχετιζόταν με 28% ψηλότερο ποσοστό ασθενών που παρουσίαζαν τελικά AIDS ή πέθαιναν σε σύγκριση με το τι συνέβαινε όταν η θεραπεία άρχιζε όταν ο αριθμός των λεμφοκυττάρων τύπου CD4 ήταν μεταξύ 351 έως 450 κύτταρα ανά μL
- Η επιδείνωση του αποτελέσματος του συνδυασμού των αντιρετροϊκών φαρμάκων αυξανόταν με τη μείωση του αριθμού των λεμφοκυττάρων τύπου CD4 στον οποίο άρχιζε η θεραπεία. Δηλαδή όσο πιο λίγα ήταν τα Τ λεμφοκύτταρα τύπου CD4 όταν άρχιζε η συνδυασμένη θεραπεία με τα αντιρετροϊκά φάρμακα τόσο περισσότεροι ασθενείς εξελίσσονταν προς την πλήρη εικόνα του AIDS και καταγράφονταν περισσότεροι θάνατοι
Στην ανάλυση και στα συμπεράσματα τους οι γιατροί από το Μπρίστολ αναφέρουν:
- Τα νεότερα αντιρετροϊκά φάρμακα προσφέρουν τη δυνατότητα χορήγησης θεραπευτικών συνδυασμών που είναι λιγότερο τοξικοί και που συνοδεύονται από λιγότερο κίνδυνο ανάπτυξης ανθεκτικότητας από τον ιό HIV
- Επειδή τα ευρήματα τους δείχνουν ότι η αναβολή της έναρξης της θεραπείας μέχρις ότου τα λεμφοκύτταρα CD4 είναι λιγότερα από 350 κύτταρα ανά μL συνοδεύεται από μεγαλύτερο αριθμό ασθενών που παρουσιάζουν τελικά AIDS ή πεθαίνουν, εισηγούνται όπως τα 350 λεμφοκύτταρα ανά μL να είναι το κατώτερο όριο για την έναρξη της αντιρετροϊκής θεραπείας στους φορείς του ιού HIV. Δηλαδή εισηγούνται η θεραπεία να αρχίζει πιο νωρίς, προτού τα λεμφοκύτταρα CD4 γίνουν 350 ανά μL ή λιγότερα όπως είναι οι οδηγίες που ισχύουν σήμερα σε πολλές χώρες
- Όταν οι ασθενείς που είναι μολυσμένοι από τον ιό HIV μαζί με τους γιατρούς τους, σκέφτονται για την έναρξη της αντιρετροϊκής θεραπείας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις θετικές της επιδράσεις για την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου με έναρξη του AIDS και τον κίνδυνο θανάτου αλλά και μερικά άλλα σημαντικά. Η πλήρης εκρίζωση του ιού HIV από ένα ασθενή με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι δυνατή. Για αυτό η θεραπεία με τα αντιρετροϊκά φάρμακα θα είναι για όλη τη ζωή
- Η χορήγηση των αντιρετροϊκών φαρμάκων μπορεί να μην είναι εύκολη. Δυνατόν να υπάρχουν παρενέργειες όπως αναγούλες, διάρροια και πονοκέφαλος. Οι συνδυασμοί αντιρετροϊκών φαρμάκων σχετίζονται με σοβαρές τοξικές παρενέργειες όπως ανακατανομή του λίπους του σώματος, ηπατίτιδα, νεφρική ανεπάρκεια, τοξικότητα για τα μιτοχόνδρια των κυττάρων και αυξημένος κίνδυνος για καρδιαγγειακές παθήσεις. Ωστόσο οι τοξικές αυτές επιδράσεις μπορούν να αποφευχθούν έως ένα βαθμό δια της επιλογής συνδυασμού φαρμάκων
Δυστυχώς σήμερα πολλοί ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV ανιχνεύονται και γίνεται η διάγνωση της πάθησης όταν τα λεμφοκύτταρα τους CD4 μειώνονται σε λιγότερα από 350 ανά μL ή κάποτε ακόμη πιο κάτω 200 ανά μL. Για τους λόγους αυτούς; είναι πολύ σημαντικό οι άνθρωποι που έχουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό HIV να ελέγχονται τακτικά έτσι ώστε σε περίπτωση που μολυνθούν να είναι δυνατόν να αρχίσουν την αναγκαία θεραπεία την πλέον κατάλληλη στιγμή όταν οι πιθανότητες καλύτερης εξέλιξης τους είναι περισσότερες.
Τα νέα αυτά στοιχεία βοηθούν τους γιατρούς και τους ασθενείς τους που είναι φορείς του ιού HIV να αποφασίζουν καλύτερα για τον καταλληλότερο χρόνο έναρξης της θεραπείας με αντιρετροϊκά φάρμακα.
Η νωρίτερη έναρξη της θεραπείας σήμερα διαφαίνεται ελκυστικότερη λόγω των καλύτερων αποτελεσμάτων της και λόγω των λιγότερων κινδύνων για παρενέργειες και ανθεκτικότητα που προσφέρει σήμερα το ευρύ φάσμα των νέων αντιρετροϊκών φαρμάκων.