Οι αιτίες της συζυγικής απιστίας είναι πολλές και το πρόβλημα είναι πολύπλοκο.
Υποθέσεις συζυγικής απιστίας μπορούν να συμβούν σε ζευγάρια που έχουν προβλήματα αλλά και σε ζευγάρια που είναι ευτυχισμένα.
Γενικά η συζυγική απιστία είναι μια συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από την κοινωνία. Σε δημοσκοπήσεις που έγιναν σε ανεπτυγμένες χώρες, φάνηκε ότι το 90% των ερωτηθέντων, αποδοκιμάζουν την απιστία.
Παρά τη φραστική αυτή αποδοκιμασία, άλλες έρευνες έδειξαν ότι 15% των γυναικών και 25% των ανδρών είχαν εμπειρίες εξωσυζυγικού σεξ που συμπεριλάμβαναν και συνουσία.
Όταν στις εξωσυζυγικές σχέσεις συμπεριληφθούν οι περιπτώσεις με συναισθηματικές στενές σχέσεις οικειότητας με σεξουαλική συνιστώσα χωρίς όμως συνουσία, τότε το ποσοστό συζυγικής απιστίας φαίνεται να είναι πολύ ψηλότερο. Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι όταν συμπεριλαμβάνονται και αυτές οι περιπτώσεις τότε τα ποσοστά απιστίας ανέρχονται στο 35% των γυναικών και στο 45% των ανδρών.
Ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν και οδηγούν σε συζυγική απιστία και που εξετάζεται διεξοδικά κατά τα τελευταία χρόνια, είναι η κληρονομικότητα. Πράγματι υπάρχει η υποψία ότι τουλάχιστο ένα ποσοστό των περιπτώσεων συζυγικής απιστίας μπορεί να οφείλεται σε ένα ή περισσότερα γονίδια.
Οι υποψίες των ερευνητών αναφορικά με την εμπλοκή της κληρονομικότητας ή και των γονιδίων στη συμπεριφορά της συζυγικής απιστίας, βασίζονται σε παρατηρήσεις που έγιναν τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα.
Οι δίδυμες αδελφές που είναι ταυτόσημες ή πανομοιότυπες, που έχουν δηλαδή κληρονομήσει ακριβώς τα ίδια χρωμοσώματα, προσφέρονται για μια αρχική γενετική, γονιδιακή προσέγγιση του ζητήματος. Ας δούμε τα ευρήματα που δημοσιοποίησαν Άγγλοι επιστήμονες σχετικά με την απιστία από δίδυμες αδελφές.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όταν η μία από τις δύο ταυτόσημες δίδυμες αδελφές παρουσιάζει συμπεριφορά συζυγικής απιστίας τότε οι πιθανότητες και ή άλλη αδελφή να έχει εξωσυζυγικές σχέσεις ανέρχονται στο 55%.
Η τάση και των δύο διδύμων να είναι ή να μην είναι πιστές στο σύντροφο τους, είναι εντονότερη σε ταυτόσημες δίδυμες παρά σε αυτές που δεν έχουν πανομοιότυπο γενετικό υλικό.
Στα ζώα έχουν γίνει πειράματα που δείχνουν ότι υπάρχουν γονίδια που εμπλέκονται σε συμπεριφορές απιστίας. Ερευνητές από τη Γεωργία των Ηνωμένων Πολιτειών έδειξαν ότι η εισαγωγή ενός γονιδίου που κωδικοποιεί για τους υποδοχείς μιας συγκεκριμένης ορμόνης, της βαζοπρεσίνης, αλλοιώνει τη συμπεριφορά απιστίας σε αρουραίους.
Συγκεκριμένα, ήταν ήδη γνωστό ότι η ορμόνη βαζοπρεσίνη συμβάλλει στη δημιουργία στενών δεσμών και πιστότητας στο είδος των αρουραίων Microtus Ochrogaster. Οι αρουραίοι αυτοί, ερωτεύονται και παραμένουν πιστοί σε ένα μόνο αρουραίο του άλλου φύλου. Κάνουν παιδιά και μένουν μαζί για να μεγαλώσουν τα μικρά τους.
Αντίθετα, ένα άλλο είδος αρουραίων, Microtus Pennsylvanicus, έχουν ολωσδιόλου αντίθετη συμπεριφορά. Ζευγαρώνουν με πολλά θηλυκά του είδους τους, κάνουν μικρά αλλά δεν δείχνουν οποιαδήποτε προσοχή σε αυτά.
Στο είδος αυτό των αρουραίων δεν υπάρχουν αρκετοί υποδοχείς για τη βαζοπρεσίνη σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου τους. Όταν οι Αμερικανοί επιστήμονες εισήγαγαν το γονίδιο για τους υποδοχείς αυτούς της βαζοπρεσίνης στους άπιστους αρουραίους, η συμπεριφορά τους άλλαξε διαμετρικά. Έγιναν πιστοί και ακόμη αντιδρούσαν εναντίον άλλων θηλυκών που προσπαθούσαν να τους ελκύσουν σε νέα ζευγαρώματα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι τουλάχιστο σε θηλαστικά πειραματόζωα, μια ορμόνη μπορεί να αλλοιώνει δραματικά τη συμπεριφορά σε σχέση με την απιστία.
Φαίνεται ότι το ζευγάρωμα σε ζώα, που έχουν το σύστημα της βαζοπρεσίνης και των υποδοχέων της, δημιουργεί συνθήκες που κάνουν τα δύο ζώα να νιώθουν ικανοποίηση και επιβράβευση, γεγονός που τα αποτρέπει από του να αναζητούν νέα ζευγαρώματα με άλλα ζώα.
Οι ενδείξεις που έχουμε μέχρι στιγμής δεν αποδεικνύουν ότι στον άνθρωπο υπάρχουν ένα ή περισσότερα γονίδια που ρυθμίζουν τη συζυγική απιστία. Από την άλλη είναι αναγκαίο να συνεχίσει η διερεύνηση της γενετικής κληρονομικής συνιστώσας του φαινομένου για να μάθουμε τελικά ποιος είναι ο πραγματικός της ρόλος.
Πιστεύουμε ότι θα ήταν μια απλούστευση να δεχθούμε ότι ένα μοναδικό γονίδιο μπορεί να ρυθμίζει μια τέτοια πολύπλοκη συμπεριφορά. Παράλληλα οι γονιδιακοί παράγοντες, στο ποσοστό που πιθανόν να επηρεάζουν, δεν είναι δυνατόν να επιδρούν ανεξάρτητα από άλλους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες.
Τα οικογενειακά πρότυπα που έχει ο κάθε άνθρωπος και που απόκτησε κατά την παιδική του ηλικία, σε συνδυασμό με την ψυχολογική του υποδομή, μαζί με τις κοινωνικές επιδράσεις, αποτελούν κατά τη γνώμη μας αναπόσπαστο μέρος του συνόλου των παραγόντων που καθορίζουν τη συμπεριφορά στο ζήτημα της συζυγικής απιστίας.