Οι ρυτίδες έχουν ως κυριότερες αιτίες πρόκλησης την έκθεση στον ήλιο, την αύξηση της ηλικίας και το κάπνισμα. Οι αιτίες αυτές προκαλούν καταστροφή του στρώματος κολλαγόνου του δέρματος που δημιουργεί σημάδια γήρανσης, λέπτυνση, χαλαρότητα και ρυτίδες.
Με την αύξηση της ηλικίας και την έκθεση στον ήλιο, το δέρμα σταδιακά χάνει το κολλαγόνο και την ελαστίνη του που είναι οι ινώδεις πρωτεΐνες οι οποίες το διατηρούν λείο, απαλό και σφικτό.
Η θεραπεία με λέιζερ είναι μια από τις θεραπευτικές επιλογές που προσφέρονται για την αντιμετώπιση των ρυτίδων.
Τα λέιζερ χρησιμοποιούνται για την επαναδόμηση της επιδερμίδας. Πρόκειται για μια χειρουργική τεχνική που χρησιμοποιεί την ενέργεια των ακτινών λέιζερ για την εξάτμιση της επιδερμίδας που είναι η επιφανειακή στιβάδα του δέρματος.
Στη συνέχεια με χαμηλότερη ενέργεια, οι ακτίνες λέιζερ θερμαίνουν την επόμενη στιβάδα του δέρματος (το χόριο ή ιδίως δέρμα). Η διαδικασία αυτή διεγείρει τους ιστούς και προκαλεί τη σύνθεση νέου κολλαγόνου. Με την επούλωση του δέρματος που ακολουθεί δημιουργείται μια νέα επιδερμίδα που είναι απαλή, λεία και σφικτή.
Η θεραπεία επαναδόμησης της επιδερμίδας με λέιζερ, επιτρέπει όταν γίνεται από εξειδικευμένους γιατρούς, μεγαλύτερο έλεγχο σε σύγκριση με άλλες μεθόδους, στο πόσο βαθιά στο δέρμα θα γίνει η θεραπεία. Η διάσπαση των ρυτίδων σε ευαίσθητες περιοχές του προσώπου όπως για παράδειγμα γύρω από τα μάτια και τα χείλη, μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια χάρις στα λέιζερ.
Εκτός από τη θεραπεία των ρυτίδων, η επαναδόμηση της επιδερμίδας με λέιζερ μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση και άλλων βλαβών του δέρματος στις οποίες συμπεριλαμβάνονται σημάδια ακμής, γραμμώσεις ή κηλίδες που προκλήθηκαν λόγω ήλιου και ουλές.
Η επαναδόμηση με λέιζερ μπορεί να κάνει το δέρμα να φαίνεται πολύ πιο νεανικό. Όμως μπορεί να υπάρξουν προβλήματα και κίνδυνοι. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται, οι ασθενείς προτού προχωρήσουν σε μια τέτοια θεραπεία, να είναι καλά πληροφορημένοι για το τι μπορούν να αναμένουν και για τις επιπλοκές που είναι δυνατόν να παρουσιαστούν.
Επιπρόσθετα, η επιλογή του γιατρού που θα κάνει την εν λόγω θεραπεία είναι καθοριστικής σημασίας. Πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένος στη μέθοδο αυτή, να γνωρίζει και να διαθέτει το είδος μηχανήματος λέιζερ που είναι το πλέον κατάλληλο για την επαναδόμηση της επιδερμίδας.
Η θεραπεία μπορεί να γίνει στο ιατρείο ή στο νοσοκομείο ανάλογα με το είδος και την έκταση δέρματος που θα εμπλακεί. Χορηγείται τοπική αναισθησία και ηρεμιστικό στον ασθενή. Ο χρόνος της θεραπευτικής διαδικασίας εξαρτάται από το πόση επιφάνεια δέρματος θα υποβληθεί σε λέιζερ.
Οι ασθενείς πρέπει να γνωρίζουν ότι μετά τη θεραπεία το δέρμα μπορεί να πάρει χρώμα ροζ ή κόκκινο και να σχηματιστούν λεπτές κρούστες. Μπορεί να δημιουργηθούν λίγο πρήξιμο και τοπικές ενοχλήσεις.
Επίσης δυνατόν να υπάρχει ένα δυσάρεστο αίσθημα όπως μετά από κάψιμο στον ήλιο. Η χροιά του δέρματος στην περιοχή που έγινε η θεραπεία μπορεί να πάρει ένα πιο σκούρο ή πιο ανοικτό χρώμα.
Για την ίαση του δέρματος μετά από τη χειρουργική διαδικασία με λέιζερ, χρειάζονται από πέντε έως εφτά ημέρες. Στην μετεγχειρητική αυτή περίοδο χρειάζεται καλή φροντίδα και ενυδάτωση του δέρματος για αποφυγή μολύνσεων.
Το δέρμα μπορεί να παραμείνει ροζ ή κόκκινο έως έξη μήνες μετά από την επαναδόμηση της επιδερμίδας. Επίσης είναι ιδιαίτερα φωτοευαίσθητο μέχρι και ένα χρόνο μετά από τη θεραπεία με λέιζερ.
Είναι σημαντικό οι ασθενείς να γνωρίζουν ότι μετά από τη θεραπεία αυτή, πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στον ήλιο. Διότι οι υπεριώδεις ακτίνες θα προκαλέσουν ξανά βλάβες και φωτογήρανση. Το αποτέλεσμα είναι να μη διατηρηθούν όσο χρονικό διάστημα θα μπορούσαν τα καλά αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν με την επαναδόμηση της επιδερμίδας.
Η εμφάνιση και η υφή του δέρματος, μπορεί να βελτιώνονται ακόμη και ένα χρόνο μετά τη θεραπεία. Τα αποτελέσματα κάποτε διαρκούν για χρόνια. Όμως με την αύξηση της ηλικίας και τη γήρανση του δέρματος, οι ρυτίδες επανέρχονται. Στις περιπτώσεις αυτές μπορούν να γίνουν επαναληπτικές θεραπείες.
Η συχνότερη επιπλοκή μετά από επαναδόμηση επιδερμίδας με λέιζερ, είναι ο υπερχρωματισμός. Δημιουργούνται περιοχές στο δέρμα με χρώμα πιο σκούρο από το κανονικό. Είναι δυνατόν επίσης να δημιουργηθεί και υποχρωματισμός.
Κάποτε η θεραπεία προκαλεί την επαναδραστηριοποίηση του ιού του έρπη που πιθανόν να υπάρχει στα κύτταρα που υποβλήθηκαν στην ενέργεια των λέιζερ. Εάν υπάρχει ιστορικό προηγούμενης μόλυνσης με τον ιό αυτό, τότε ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει φάρμακο για την πρόληψη μιας επαναδραστηριοποίησης του ιού.
Άλλες σπανιότερες επιπλοκές είναι η δημιουργία ουλών, η δερματίτιδα και επανεμφάνιση ακμής.
Κατά τα τελευταία χρόνια, έχουν κατασκευαστεί και χρησιμοποιούνται λέιζερ μικρότερης έντασης για τη θεραπεία των ρυτίδων. Με τα μηχανήματα αυτά γίνεται μη αφαιρετική θεραπεία των ρυτίδων.
Οι θεραπευτικές με αφαιρετικά λέιζερ, έχουν πλεονεκτήματα όπως λιγότερες πιθανότητες για ουλές, υπερχρωματισμό, υποχρωματισμό και ενοχλήσεις. Επίσης ο χρόνος ανάρρωσης είναι μικρότερος.
Τα μη αφαιρετικά λέιζερ, δεν επηρεάζουν την επιδερμίδα. Η δεσμίδα ακτινών και η ενέργεια που μεταφέρουν, συγκεντρώνονται στην επόμενη στιβάδα του δέρματος και προκαλούν τη σύνθεση κολλαγόνου.
Παρά τα πλεονεκτήματα της θεραπείας με μη αφαιρετικά λέιζερ, υπάρχουν προβλήματα με το γεγονός ότι χρειάζονται περισσότερες χορηγήσεις ακτινών σε διαφορετικές συνεδριάσεις και χρειάζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να φανούν τα αποτελέσματα. Για τους λόγους αυτούς οι ειδικοί δεν συμφωνούν για το βαθμό αποτελεσματικότητας των θεραπειών αυτών.
Η επαναδόμηση της επιδερμίδας δεν είναι αποτελεσματική για βαθιές ρυτίδες, άλλα βαθουλώματα και τα προγούλια. Οι ειδικοί γιατροί, με εμπειρία στα λέιζερ, δερματολόγοι ή πλαστικοί χειρουργοί θα αποφασίσουν για ένα συγκεκριμένο ασθενή, κατά πόσο επιβάλλεται θεραπεία επαναδόμησης με λέιζερ ή κλασσική πλαστική χειρουργική.
Συνοπτικά βλέπουμε ότι είναι απαραίτητο ο ασθενής να είναι πολύ καλά πληροφορημένος, προτού προχωρήσει σε θεραπεία για ρυτίδες ή άλλα ελαττώματα του δέρματος με λέιζερ επαναδόμησης επιδερμίδας.
Πρέπει να γνωρίζει εάν η εν λόγω θεραπεία είναι πράγματι η καλύτερη για την περίπτωση του και οι προσδοκίες του για τα αποτελέσματα να είναι ρεαλιστικές.
Τέλος η επιλογή του γιατρού, με βάση την εξειδίκευση και την εμπειρία του, έχουν καθοριστική σημασία.