Ο κοκίτης είναι ένας σοβαρός εχθρός που απειλεί την υγεία μας. Με το κρύο του φθινοπώρου και του χειμώνα, εκτός από τη γρίπη, ο κοκίτης μπορεί να προσβάλλει, με επικίνδυνες συνέπειες άτομα όλων των ηλικιών,
Η ασθένεια αυτή θα έπρεπε να είχε εξαφανιστεί χάρις στο μαζικό και συστηματικό εμβολιασμό των βρεφών. Δυστυχώς το εμβόλιο κατά του κοκίτη αρχίζει να εξασθενεί περίπου 10 χρόνια μετά την τελευταία χορήγησή του. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά, κατά την εφηβική τους ηλικία, χάνουν την προστασία, που είχαν λόγω εμβολίου και γίνονται ευάλωτα στον κοκίτη.
Λόγω του φαινομένου αυτού τα περιστατικά κοκίτη παρουσιάζουν αύξηση, ιδιαίτερα στους έφηβους και νέους ενήλικες. Ήδη άρχισαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου να περιγράφονται επιδημίες της νόσου.
Σε βρέφη που δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί, ο κοκίτης μπορεί να είναι θανατηφόρος. Τα βρέφη που δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί, μπορούν να μολυνθούν από το μικρόβιο λόγω του ότι έφηβοι ή ενήλικες που έχουν προσβληθεί, όταν βήχουν κοντά τους, τους μεταφέρουν με σταγονίδια του βήχα το μικρόβια του κοκίτη (Bordetella Pertusis, μπορντετέλα του κοκίτη).
Για το λόγο αυτό, άτομα που βήχουν πρέπει να αποφεύγουν να έχουν επαφή με βρέφη. Παράλληλα τα βρέφη είναι απαραίτητο να εμβολιάζονται το ταχύτερο δυνατό.
Στους έφηβους και ενήλικες, ο κοκίτης είναι αιτία σοβαρού, παροξυσμικού βήχα που μπορεί να διαρκέσει για περισσότερο από δύο μήνες. Ο βήχας είναι τόσο δυνατός που μπορεί να προκαλέσει κάταγμα πλευράς ή ακόμη και κήλη.
Στην αρχική του φάση ο κοκίτης (καταρροϊκό στάδιο), παρουσιάζει συμπτώματα όπως το κοινό κρυολόγημα. Μετά από 1 έως 2 εβδομάδες, εμφανίζεται ένας έντονος παροξυσμικός βήχας με επεισόδια δυσκολίας της αναπνοής (παροξυσμικό στάδιο).
Ο βήχας είναι τόσο δυνατός που μπορεί να προκαλεί εμετό. Συνοδεύεται από χαρακτηριστικό εισπνευστικό συριγμό με εμετό.
Η διάρκεια της δεύτερης φάσης, του βίαιου βήχα, μπορεί να διαρκέσει μέχρι 6 εβδομάδες. Συνήθως δεν υπάρχει πυρετός ή εάν υπάρχει είναι χαμηλού βαθμού.
Στη συνέχεια κατά τη φάση της ανάρρωσης (στάδιο ανάρρωσης) τα συμπτώματα υποχωρούν. Η φάση αυτή είναι δυνατόν να διαρκέσει για μήνες.
Στα βρέφη κάτω των 6 μηνών, η ασθένεια έχει μια άτυπη παρουσίαση. Ο εισπνευστικός συριγμός μπορεί να απουσιάζει ενώ η άπνοια που απειλεί τη ζωή των παιδιών είναι συχνή.
Οι επιπλοκές της νόσου είναι οι σπασμοί, η πνευμονία, η εγκεφαλοπάθεια και ο θάνατος. Στις αναπτυσσόμενος χώρες, η θνησιμότητα μπορεί να φτάνει μέχρι το 15%. Οι θάνατοι λόγω κοκίτη είναι συχνότεροι σε παιδιά κάτω των 3 ετών.
Πρέπει να σημειώσουμε, ότι εάν η διάγνωση της νόσου γίνει στο αρχικό στάδιο, η χορήγηση αντιβιοτικών, όπως η ερυθρομυκίνη, μπορεί να μειώσει ουσιαστικά τη διάρκεια της. Εάν δοθούν αργότερα είναι πιθανόν να βελτιωθεί η κλινική εικόνα όμως δεν υπάρχει θεραπεία, που να αποτρέπει την εξέλιξη της νόσου.
Η διάγνωση μπορεί να γίνει με βάση την κλινική εικόνα, την καλλιέργεια ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος, η οποία μπορεί να δείξει το μικρόβιο μπορντετέλα, που προκαλεί τον κοκίτη και με την αναγνώριση στο αίμα των αντισωμάτων κατά της τοξίνης του κοκίτη ή κατά της μπορντετέλας του κοκίτη.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης είναι ο μαζικός εμβολιασμός. Επειδή μετά από τα δέκα χρόνια, που ακολουθούν τον εμβολιασμό των βρεφών, η δύναμη του εμβολίου μειώνεται, υπάρχουν ήδη χώρες όπου προσφέρεται ενισχυτικός εμβολιασμός εναντίον του κοκίτη κατά την εφηβική ηλικία.
Τα ακυτταρικά εμβόλια (acellular pertussis vaccines), είναι αποτελεσματικά στους ενήλικες, καλά ανεκτά και ασφαλή.
Στα άτομα του άμεσου και στενού περιβάλλοντος ασθενούς που διαγνώσθηκε με κοκίτη συνιστάται η χορήγηση ερυθρομυκίνης για 10 έως 14 ημέρες ανεξάρτητα από το εάν έχουν εμβολιαστεί ή όχι. Αυτό γίνεται λόγω του ότι το εμβόλιο δεν προσφέρει απόλυτη προφύλαξη και μπορεί διαχρονικά να εξασθενεί.
Τέλος υπενθυμίζουμε ότι άτομα που έχουν βήχα, γρίπη ή κοινό κρυολόγημα, πρέπει να μένουν μακριά από βρέφη.
Επίσης άτομα που έχουν προσβληθεί από κοκίτη πρέπει να φέρουν μάσκα προφύλαξης σταγονιδίων, για 5 μέρες μετά την έναρξη αντιβίωσης ή μέχρι 3 εβδομάδες μετά την έναρξη του παροξυσμικού σταδίου σε περίπτωση που δεν χορηγηθεί η κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή.