Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι μια προοδευτική, εκφυλιστική πάθηση του νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από απώλεια της μνήμης, σταδιακή χειροτέρευση της ομιλίας, χειροτέρευση της ικανότητας κρίσης, αδιαφορία και περιορισμό των ικανοτήτων που χρειάζονται συντονισμό όρασης και χώρου. Οι κινητικές ικανότητες διατηρούνται.
Στην ουσία προσβάλλονται όλες οι εγκεφαλικές νοητικές λειτουργίες και η προσωπικότητα του ασθενούς οδηγείται σταδιακά σε πλήρη αποσύνθεση.
Αποτελεί την τέταρτη αιτία θανάτου στις ανεπτυγμένες χώρες μετά από τις καρδιακές παθήσεις, τον καρκίνο και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Η νόσος του Αλτσχάιμερ αρχίζει συνήθως μετά από την ηλικία των 65 ετών. Όμως κάποτε μπορεί ν' αρχίσει ήδη από την ηλικία των 40.
Περίπου 3% των ανδρών και των γυναικών ηλικίας 65 έως 74 ετών πάσχουν, από νόσο του Αλτσχάιμερ. Στα άτομα άνω των 85 ετών το ποσοστό αυτό ανέρχεται περίπου στο 50%. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ασθένεια αυτή δεν αποτελεί ένα φυσιολογικό μέρος της γήρανσης.
Εμφανίζεται στα πρώτα στάδια με εξασθένηση της μνήμης και εξελίσσεται σε μερικά χρόνια αποδιοργανώνοντας την προσωπικότητα, καταστρέφοντας τις γνωστικές ικανότητες.
Οι ασθενείς δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, δεν επικοινωνούν με τους δικούς τους ανθρώπους και μπορεί να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο όταν κυκλοφορούν. Σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζουν σύγχυση, ανησυχία και νευρικότητα.
Η παρουσίαση της ασθένειας, η σοβαρότητα, η ταχύτητα επιδείνωσης, η διαδοχική εμφάνιση των διαφόρων ανωμαλιών και η προοδευτική καταστροφή της προσωπικότητας διαφέρουν σημαντικά από ασθενή σε ασθενή.
Τα πρώιμα σημεία της ασθένειας, τα οποία περιλαμβάνουν εξασθένιση της μνήμης, απώλεια συγκέντρωσης μπορούν εύκολα να περάσουν απαρατήρητα διότι μοιάζουν με τα σημεία που εμφανίζονται φυσιολογικά λόγω γήρανσης.
Επίσης ανάλογα συμπτώματα μπορούν να παρουσιαστούν λόγω κούρασης, πένθους, κατάθλιψης, ασθένειας, απώλειας όρασης ή ακοής, κατάχρησης αλκοόλ, λήψης ορισμένων φαρμάκων ή ακόμα και λόγω υπερφόρτωσης του ατόμου με πολλά πράγματα που πρέπει να θυμάται σε κάποια χρονική περίοδο.
Η αιτιολογία της ασθένειας είναι άγνωστη. Σε ένα πολύ μικρό ποσοστό των περιπτώσεων, της τάξης του 2%, υπάρχει κληρονομικότητα.
Στον εγκέφαλο παρατηρείται μεγάλος εκφυλισμός των νευρώνων του φλοιού που οδηγεί σε σοβαρή εγκεφαλική ατροφία.
Η αξονική ή η μαγνητική τομογραφία μπορούν να δείξουν ότι σε ασθενείς με Αλτσχάιμερ υπάρχει εγκεφαλική φλοιο-υποφλοιώδης ατροφία.
Δεν υπάρχει θεραπεία σήμερα που να προσφέρει ίαση και ούτε υπάρχει τρόπος με τα σύγχρονα δεδομένα να μειωθεί η ταχύτητα εξέλιξης της ασθένειας.
Για ορισμένους ασθενείς στα πρώτα ή λίγο προχωρημένα στάδια της νόσου, φάρμακα όπως η τακρίνη μπορούν να βοηθήσουν λίγο για τα γνωστικά συμπτώματα.
Φαρμακευτικές ουσίες, οι αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης, όπως η ριβαστιγμίνη και το ντονεπεζίλ, χρησιμοποιούνται για την θεραπεία ορισμένων ήπιων μορφών της ΝΑ.
Επίσης άλλα φάρμακα μπορούν να βοηθήσουν για τις διαταραχές της συμπεριφοράς όπως ανησυχία, ταραχή, κατάθλιψη και όταν οι ασθενείς έχουν τάση για περιπλάνηση. Οι θεραπείες αυτές έχουν στόχο την ανακούφιση του ασθενούς. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, και κατασταλτικά φάρμακα.
Ποια είναι η πρόγνωση;
Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι μια προοδευτική εκφυλιστική νόσος. Είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας.
Η εξέλιξη της νόσου ποικίλει από ασθενή σε ασθενή. Μερικοί μπορεί να υποφέρουν από την ασθένεια για τα τελευταία 5 χρόνια της ζωής τους ενώ άλλοι μπορεί να την έχουν για 20 χρόνια.
Η πιο συχνή αιτία θανάτου στους ασθενείς αυτούς είναι οι λοιμώξεις.
Τι έρευνα γίνεται για την ασθένεια αυτή;
Γίνονται έρευνες για τις νευροεκφυλιστικές ασθένειες και γι' αυτές που προκαλούν άνοια. Γίνονται προσπάθειες για να κατανοηθεί ο μηχανισμός δημιουργίας της νόσου. Επίσης πρόσφατα ερευνητές προσπάθησαν ν' αναπτύξουν εμβόλια για τη νόσο αυτή.
Νέες φαρμακευτικές ουσίες χορηγούνται σε ασθενείς μέσα στα πλαίσια κλινικών θεραπευτικών δοκιμών που στόχο έχουν να βελτιώσουν ορισμένες από τις λειτουργίες που προσβάλλονται από την ασθένεια και έτσι να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Πρόσφατα έρευνες έδειξαν ότι η βιταμίνη Ε μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στην επιβράδυνση της εξέλιξης και της επιδείνωσης της νόσου.
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα διερευνώνται για να φανεί κατά πόσο μπορούν να επηρεάσουν και να αναβάλουν την έναρξη της νόσου.
Επίσης διερευνώνται και οι πιθανές ωφέλιμες δράσεις των στατινών που είναι τα φάρμακα που μειώνουν τη χοληστερόλη στο αίμα.