Η ασθένεια Αλτσχάιμερ είναι πολύ σοβαρή πάθηση της οποίας η συχνότητα αυξάνεται ανησυχητικά. Χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια και εκφυλισμό των πνευματικών ικανοτήτων και των σωματικών λειτουργιών. Είναι η κυριότερη αιτία άνοιας σε άτομα άνω των 65 ετών.
Το φάρμακο μεμαντίνη επιβραδύνει την πνευματική και σωματική επιδείνωση, που παρατηρείται σε ασθενείς με τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Η μεμαντίνη δρα με πολύ διαφορετικό τρόπο από άλλα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της ασθένειας του Αλτσχάιμερ. Η μεμαντίνη καταστέλλει τη δράση της γλουταμάτης η οποία είναι χημική ουσία του εγκεφάλου που διεγείρει τους νευρώνες και προκαλεί βλάβες στα εγκεφαλικά κύτταρα τα οποία σχετίζονται με τη μνήμη και τη μάθηση.
Γιατροί από την Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, διεξήγαγαν μια πρωτοποριακή έρευνα σε 252 ασθενείς με νόσο του Αλτσχάιμερ η οποία ήταν από μέτριας μέχρι σοβαρής μορφής.
Οι ασθενείς, που συμμετείχαν στην έρευνα, σταδιακά έχαναν την ικανότητα να ντύνονται μόνοι τους, να λούνονται, να χρησιμοποιούν το αποχωρητήριο, να καθαρίζονται από μόνοι τους και να μπορούν να έχουν έλεγχο της ούρησης και αφόδευσης τους.
Οι ασθενείς κατανεμήθηκαν με τυχαίο τρόπο σε 2 ομάδες. Η μια ομάδα ελάμβανε τη μεμαντίνη (20 mg κάθε μέρα) και η άλλη ένα εικονικό φάρμακο για 28 εβδομάδες. Ο μέσος όρος της ηλικίας των ασθενών ήταν 76 ετών. Από αυτούς το 67% ήταν γυναίκες.
Όλοι οι ασθενείς είχαν αξιολογηθεί πριν από την έναρξη, κατά τη διάρκεια και κατά το τέλος της έρευνας, για τις πνευματικές και γνωστικές τους ικανότητες όπως επίσης και για τη συμπεριφορά τους και τις σωματικές τους λειτουργίες. Η αξιολόγηση γινόταν από τους γιατρούς τους, αλλά και από αυτούς που τους φρόντιζαν που συχνά ήταν μέλη της οικογένειάς τους.
Ούτε οι γιατροί αλλά και ούτε αυτοί που τους φρόντιζαν, γνώριζαν ποιο από τα 2 φάρμακα έπαιρνε ο δικός τους ασθενής (διπλά τυφλή, τυχαιοποιημένη, προοπτική έρευνα, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο). Με τον τρόπο αυτό υπήρχε η διασφάλιση, ότι η αντίληψη της εξέλιξης του κάθε ασθενούς ήταν αντικειμενική και δεν επηρεαζόταν από την γνώση της θεραπείας που δινόταν.
Τα αποτελέσματά έδειξαν, ότι οι ασθενείς που ελάμβαναν τη μεμαντίνη παρουσίαζαν κατά 50% λιγότερη επιδείνωση της κατάστασής τους σε σύγκριση με τους ασθενείς που ελάμβαναν το εικονικό φάρμακο.
Εκτός από τη σημαντική μείωση της ταχύτητας της επιδείνωσης, οι ασθενείς φάνηκε ότι χρειάζονταν λιγότερο χρόνο περιποίησης από τα άτομα που τους φρόντιζαν.
Επιπρόσθετα παρατηρήθηκε ότι η memantine δεν είχε σχεδόν καθόλου παρενέργειες. Ας σημειωθεί ότι οι ασθενείς που έπαιρναν το φάρμακο είχαν λιγότερες παρενέργειες από τους ασθενείς που έπαιρναν το εικονικό φάρμακο.
Τα δεδομένα αυτά είναι πολύ καλά και ενθαρρυντικά. Εάν λάβουμε υπ' όψη ότι δεν υπάρχουν φάρμακα που είναι αποτελεσματικά σ' αυτή τη φάση της νόσου η οποία είναι τόσο δύσκολη για τους ασθενείς και γι' αυτούς που τους φροντίζουν, καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη είναι η ανακούφιση που μπορεί να προσφερθεί.
Εμείς θα αντιμετωπίσουμε με συγκρατημένη αισιοδοξία τα ελπιδοφόρα αυτά αποτελέσματα. Η αναπαραγωγή των ίδιων καλών αποτελεσμάτων και σε έρευνες με μεγαλύτερους αριθμούς ασθενών είναι απαραίτητη για την επικύρωση της αξίας της θεραπείας με τη μεμαντίνη για τη νόσο Αλζχάιμερ.
Παράλληλα είναι σημαντική η εξέλιξη των ασθενών μετά την πάροδο 6 μηνών θεραπείας με τη μεμαντίνη. Πρόκειται για καίριο ερώτημα ερώτημα λαμβάνοντας υπόψη, ότι για αρκετά φάρμακα, μετά από ένα χρονικό διάστημα, η ασθένεια μπορεί πλέον να μην ανταποκρίνεται στον επιθυμητό βαθμό.