Η αϋπνία είναι η συχνότερη
διαταραχή του ύπνου. Υπολογίζεται ότι περίπου 30% των ενηλίκων
παρουσιάζουν συμπτώματα αϋπνίας. Είναι περισσότερο διαδεδομένη στις
γυναίκες και στους ηλικιωμένους.Για τους ενήλικες συστήνεται να
κοιμούνται τη νύχτα για εφτά έως οκτώ ώρες. Στην αϋπνία ο ασθενής
δυσκολεύεται να αποκοιμηθεί. Έχει δυσκολίες στο να παραμένει κοιμισμένος ή
ξυπνά πολύ νωρίς.
Η σχέση της αϋπνίας και της κατάθλιψης έχει απασχολήσει τους γιατρούς
για πολλά χρόνια. Υπήρχε παλαιότερα η άποψη ότι η αϋπνία ήταν συχνά, ένα
σύμπτωμα της κατάθλιψης. Ωστόσο όλο και περισσότερα επιστημονικά στοιχεία
εισηγούνται ότι η αϋπνία δεν είναι απλά ακόμη ένα σύμπτωμα της κατάθλιψης.
Φαίνεται ότι η αϋπνία εκδηλώνεται πριν από την εγκατάσταση της
κατάθλιψης στους ασθενείς. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι με αϋπνία αλλά χωρίς
κατάθλιψη, έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν αργότερα
κατάθλιψη.
Μια μακροχρόνια έρευνα που έγινε στην Ελβετία σε 591 νέους ενήλικες, βρήκε ότι αυτοί
που έχουν αϋπνία συνολικής ετήσιας διάρκειας ενός μηνός, σταδιακά
παρουσίαζαν αύξηση των επεισοδίων αϋπνίας. Στο 40%, η αϋπνία εξελίχθηκε σε
χρόνια μορφή. Για περίοδο 20 ετών
παρατηρήθηκε οι εν λόγω άνθρωποι είχαν επιδείνωση του προβλήματος της
αϋπνίας τους και αυτό ήταν συχνότερο μεταξύ των γυναικών.
Στους συμμετέχοντες που παρουσίαζαν αϋπνία διάρκειας δύο εβδομάδων ή
περισσότερο, ο κίνδυνος για κατάθλιψη ήταν μεγάλος. Από 17% έως 50% των
ατόμων με αϋπνία διάρκειας δύο εβδομάδων ή περισσότερο, παρουσίαζαν
αργότερα καταθλιπτικό επεισόδιο σοβαρής μορφής.
Οι Ελβετοί γιατροί που διεξήγαγαν την έρευνα συμπέραναν ότι η αϋπνία
είναι πρόβλημα που έχει την τάση να γίνεται χρόνιο και επίμονο. Η
κατάθλιψη ακολουθεί την αϋπνία συχνότερα από ότι το αντίθετο. Η κατάθλιψη
χωρίς αϋπνία είναι περισσότερο περιοδικό πρόβλημα.
Η κατάθλιψη παρουσιάζεται σε συνεχώς αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων στην
εποχή μας. Εκείνο που πρέπει να προβληματίσει είναι ότι η στέρηση ύπνου σε πολλούς νέους ενήλικες μπορεί να προκύπτει όχι
μόνο λόγω διαταραχής αϋπνίας αλλά και λόγω μείωσης του χρόνου που
διατίθεται για ύπνο.
Η στέρηση ύπνου που δημιουργείται διαχρονικά στους νέους εξαιτίας
του τρόπου ζωής τους στην εποχή μας, είναι πιθανόν να είναι αιτία κακής
διάθεσης και κάποιας μορφής κατάθλιψης. Η στέρηση ύπνου λόγω εργασίας
ή άλλων υποχρεώσεων όταν λαμβάνει χρόνια μορφή, είναι δυνατόν να οδηγεί σε
κατάθλιψη ή αρνητικές ψυχικές καταστάσεις ταυτόχρονα με μείωση της
απόδοσης στον επαγγελματικό και άλλους τομείς.
Στους ηλικιωμένους η αϋπνία εκδηλώνεται με μεγαλύτερη συχνότητα. Μια
άλλη πρόσφατη η έρευνα από το πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης,
έδειξε ότι οι ηλικιωμένοι που υποβάλλονται σε θεραπεία για κατάθλιψη,
έχουν χειρότερη εξέλιξη εάν ταυτόχρονα υποφέρουν και από αϋπνία.
Συγκεκριμένα οι ηλικιωμένοι ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη και
αϋπνία, έχουν 2 έως 4 φορές περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν σε
κατάθλιψη σε σύγκριση με καταθλιμμένους χωρίς αϋπνία.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η αϋπνία δεν είναι μόνο παράγοντας που
αυξάνει τον κίνδυνο για κατάθλιψη αλλά η συνεχής ύπαρξη της μπορεί να
διαιωνίζει την πάθηση.
Η στέρηση ύπνου είναι αιτία πολλών προβλημάτων. Αυξάνει τον κίνδυνο για
κακή ψυχική διάθεση, καταθλιπτικά συμπτώματα, προβλήματα της προσοχής, της
συγκέντρωσης και της μνήμης.
Είναι επίσης αιτία ατυχημάτων. Η κούραση και η υπνηλία που προκύπτουν,
μειώνουν τις δυνατότητες προσοχής και αντίδρασης. Για αυτό η στέρηση ύπνου
δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για οδικά δυστυχήματα, εργατικά ατυχήματα και
πτώσεις σε ηλικιωμένους.
Επιπρόσθετα πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η στέρηση ύπνου
συσχετίζεται με σοβαρά προβλήματα υγείας όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης και
καρδιαγγειακές παθήσεις.