Η μνήμη σας υποφέρει όταν δεν κοιμάστε αρκετά. Η στέρηση ύπνου μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ατόμου, μειώνει την παραγωγικότητα, είναι πηγή ατυχημάτων, αυξάνει τη νευρικότητα και επηρεάζει αρνητικά τη μνήμη.
Οι πληγές, τα τραύματα και οι κακώσεις στον οργανισμό χρειάζονται περισσότερο χρόνο να επουλωθούν κάτω από συνθήκες έλλειψης ικανοποιητικού ύπνου.
Η ικανότητα συγκέντρωσης και εκμάθησης νέων πραγμάτων μειώνεται όταν ο ύπνος είναι ανεπαρκής.
Κατά τη διάρκεια του ύπνου, ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις πληροφορίες που έχουν ληφθεί και αποθηκευτεί κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης και που έχουν σχέση με την εκμάθηση και απόκτηση νέων δεξιοτήτων.
Έρευνες που έγιναν με τη βοήθεια εξειδικευμένων απεικονιστικών μεθόδων του εγκεφάλου (PET scan, positron emission tomography) έδειξαν με ακρίβεια τις περιοχές εκείνες του εγκεφαλικού ιστού οι οποίες εργάζονται έντονα, όταν κάποιος είναι ξύπνιος και μαθαίνει καινούργια πράγματα.
Χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο, οι ερευνητές βρήκαν ότι οι ίδιες περιοχές του εγκεφάλου παρουσιάζουν έντονη δραστηριότητα κατά τον ύπνο.
Το γεγονός αυτό δείχνει, ότι οι πληροφορίες τυγχάνουν επεξεργασίας και αποθήκευσης στη μνήμη όταν ένα άτομο κοιμάται, με τρόπο τέτοιο που να μπορούν να καλούνται αποτελεσματικά για μελλοντική χρήση όταν υπάρξει η ανάλογη ανάγκη.
Σε πειράματα που έγιναν σε εθελοντές φάνηκε ότι κατά τη διάρκεια της φάσης REM (Rapid Eye Movement) του ύπνου, ο εγκέφαλος δοκιμάζει τις πληροφορίες που έχει αποκτήσει, με αποτέλεσμα όταν το άτομο ξυπνήσει να μπορεί να τις καλεί από τη μνήμη και να μπορεί να τις χρησιμοποιεί αποτελεσματικά.
Το στάδιο REM (rapid eye movement sleep) του ύπνου, είναι αυτό που χαρακτηρίζεται από ταχείες κινήσεις των ματιών και συμβαίνει περίπου κάθε 90 λεπτά.
Είναι κατά τη διάρκεια του REM που βλέπουμε όνειρα. Επίσης επηρεάζει τις γνωστικές ικανότητες, τη συμπεριφορά, την απόδοση και τη ψυχική διάθεση μας.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο ποιοτικά και ποσοτικά καλός ύπνος είναι καίριας σημασίας για την ενημέρωση, βελτίωση και συντήρηση μιας αποτελεσματικής μνήμης.
Όμως το ερώτημα που προκύπτει είναι, πόσο χρόνο χρειαζόμαστε να κοιμόμαστε για να ικανοποιούνται οι ανάγκες του εγκεφάλου για την ανανέωση της μνήμης;
Το ερώτημα παίρνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία εάν λάβουμε υπ' όψη ότι στην εποχή μας η διάρκεια του ύπνου έχει μειωθεί. Το 1910 μελέτες είχαν δείξει ότι η μέση διάρκεια ύπνου ήταν 9 ώρες ενώ σήμερα έχει μειωθεί στις 7 ώρες.
Μάλιστα υπήρξαν και υποψίες ότι ο ύπνος μικρής διάρκειας συνδέεται με μείωση της διάρκειας ζωής.
Η αϋπνία που μπορεί να προέλθει από διάφορες αιτίες και η στέρηση ύπνου, είτε λόγω φόρτου εργασίας είτε λόγω ιδιαιτεροτήτων του ατόμου που δεν κοιμάται πολλές ώρες, θα μπορούσαν σε τέτοια περίπτωση να συσχετίζονται με μικρότερη διάρκεια ζωής.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, η διάρκεια ύπνου από 5 έως 8 ώρες δεν συνοδευόταν με οποιαδήποτε σημαντική παθολογία ή μείωση της διάρκειας της ζωής.
Φαίνεται λοιπόν ότι ένας ύπνος από 5 έως 8 ώρες είναι ικανοποιητικός ανάλογα με το άτομο, για την επούλωση των βλαβών που δημιουργούνται στον οργανισμό κατά την διάρκεια των δραστηριοτήτων που γίνονται όταν το άτομο είναι ξύπνιο.
Η μνήμη ανανεώνεται και οργανώνεται κατά τον ύπνο αυτό και επιτρέπει στο άτομο να επεξεργαστεί και να αποθηκεύσει τις πληροφορίες, επιτρέποντας του έτσι μια πιο καλή χρήση τους, όταν προκύψει η ανάγκη.