Η αϋπνία επηρεάζει μέχρι 60% του πληθυσμού. Το πρόβλημα γίνεται χρόνιο, όταν ο ασθενής για περισσότερο από ένα μήνα δυσκολεύεται, να αποκοιμηθεί ή να κοιμάται για ικανοποιητικό χρονικό διάστημα.
Υπολογίζεται ότι μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, παίρνει χάπια για να μπορεί να κοιμάται. Οι πωλήσεις των χαπιών για τον ύπνο έχουν παρουσιάσει σημαντική αύξηση.
Τα χάπια του ύπνου είναι αποτελεσματικά, όταν χρησιμοποιούνται για βραχυπρόθεσμα προβλήματα ύπνου. Για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, οι ασθενείς αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στη δράση τους και έτσι τα φάρμακα χάνουν την αποτελεσματικότητα τους.
Είναι γεγονός, ότι συχνά οι άνθρωποι που πάσχουν από αϋπνία καταφεύγουν σε χάπια του ύπνου, για να λύσουν το βασανιστικό αυτό πρόβλημα. Όμως φαίνεται, ότι για άτομα με χρόνια αϋπνία, η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη και χωρίς τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των υπνωτικών χαπιών.
Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία στοχεύει στο να κάνει τον ασθενή να κατανοεί τους μηχανισμούς της σκέψης που τον οδηγούν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Αυτό γίνεται με τη βοήθεια εξειδικευμένου ψυχίατρου με εμπειρία στη συμπεριφορική θεραπεία. Επιδιώκεται αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται και αντιλαμβάνεται ο ασθενής μια συγκεκριμένη κατάσταση.
Ο θεραπευτής βοηθά τον ασθενή να αναλογιστεί όλα που έχουν σχέση και που οδηγούν στη γένεση της αϋπνίας. Κατανοώντας ορισμένα πράγματα που φυσιολογικά μπορούν να συμβούν, ο ασθενής σταδιακά αρχίζει να δίνει μια λογική αιτιολόγηση σ' αυτά που βιώνει. Ο ασθενής με το θεραπευτή του, συνεργάζονται και προσπαθούν να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν από κοινού τα προβλήματα, που υπάρχουν με βάση τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των σκέψεων, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς.
Ο θεραπευτής στη γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, αφού με τη βοήθεια του ασθενούς κατανοήσει τη σχέση μεταξύ διαταραχής από τη μια και σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφοράς από την άλλη, αναλαμβάνει να βοηθήσει και να υποστηρίξει τον ασθενή στο να κάνει αλλαγές που θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει με επιτυχία το πρόβλημα του.
Νορβηγοί ερευνητές, εξέτασαν το ρόλο της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας σε σύγκριση με τη δράση χαπιών ύπνου. Στην εργασία τους έλαβαν μέρος 46 ασθενείς ηλικίας άνω των 55 ετών οι οποίοι είχαν αϋπνία για περισσότερους από 3 μήνες.
Οι 18 συμμετέχοντες έλαβαν γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία. Αυτή περιελάμβανε 6 εξατομικευμένες εβδομαδιαίες συνεδριάσεις στις οποίες τους δινόταν πληροφόρηση για τις τεχνικές χαλάρωσης, για τον έλεγχο του περιβάλλοντος στο οποίο κοιμούνταν, τη μείωση των εξωγενών ενοχλητικών παραγόντων και για το πως να περιορίζουν τις ώρες ύπνου έτσι ώστε να αποκοιμούνται ευκολότερα τη νύχτα όταν πέφτουν στο κρεβάτι.
Από τους υπόλοιπους, σε 16 ασθενείς δινόταν το υπνωτικό χάπι ζοπλικόνη (παρόμοιο με άλλα υπνωτικά), κάθε νύκτα για 6 εβδομάδες. Οι τελευταίοι 12 ασθενείς λάμβαναν μόνο εικονικό φάρμακο.
Οι ασθενείς αξιολογήθηκαν στις 6 εβδομάδες και μετά ξανά στους 6 μήνες για το φάρμακο και τη συμπεριφορική γνωσιακή θεραπεία.
Οι ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε συμπεριφορική θεραπεία, στους 6 μήνες είχαν σημαντικά καλύτερη εξέλιξη, όσον αφορά στη δυνατότητα τους να κοιμούνται. Αντίθετα σε αυτούς που είχαν λάβει το υπνωτικό φάρμακο, η εν λόγω δυνατότητα παρουσίασε ελαφριά μείωση.
Παράλληλα η ποιότητα του ύπνου αυτών που είχαν λάβει γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, ήταν καλύτερη και είχαν λιγότερα ξυπνήματα κατά τη νύχτα σε σύγκριση με τους ασθενείς από τις δύο άλλες ομάδες ασθενών.
Η εργασία αυτή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, διότι δείχνει ότι μια μη φαρμακευτική προσέγγιση μπορεί να προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα στη χρόνια αϋπνία απ' ότι τα υπνωτικά φάρμακα.
Πράγματι είναι ανησυχητικό το γεγονός, ότι οι πωλήσεις των υπνωτικών χαπιών παρουσιάζουν αύξηση. Τα χάπια αυτά έχουν συχνά παρενέργειες όπως ζαλάδες, κούραση, πονοκέφαλους και υπνηλία την επόμενη μέρα.
Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία εκτός από το ότι δεν έχει τέτοιες παρενέργειες, πετυχαίνει καλύτερα αποτελέσματα.
Οι Νορβηγοί ερευνητές τονίζουν ότι τα φάρμακα έχουν ως καλύτερη ένδειξη τη βραχυπρόθεσμη αϋπνία. Όμως η χρήση τους πρέπει να περιορίζεται μόνο για μερικές εβδομάδες.
Παρά το γεγονός αυτό συμπεραίνουν ότι η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία είναι ανώτερη από το χάπι ύπνου που χρησιμοποιήθηκε τόσο για τη βραχυπρόθεσμη όσο και για τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της αϋπνίας στους ανήλικες.