Η μεταμόσχευση μυελού των οστών είναι θεραπεία που άρχισε να χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση δύσκολων λευχαιμιών, λεμφωμάτων, απλασίας μυελού οστών, άλλων καρκίνων και για μη κακοήθεις παθήσεις, από τη δεκαετία του 1960. Σήμερα, σπάνια λαμβάνεται μυελός των οστών από τον ίδιο τον ασθενή ή από δότη για τη διενέργεια της θεραπείας. Χρησιμοποιούνται κυρίως πολυδύναμα αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα που λαμβάνονται από το περιφερικό αίμα του δότη ή σπανιότερα από ομφάλιο λώρο.
Συγγραφέας άρθρου: Δρ Λοΐζου Γ. Λοΐζος*
Πολύ συχνά, ασθενείς, συγγενείς τους, αλλά και πολλοί άλλοι με ρωτούν για το θέμα της μεταμόσχευσης μυελού οστών, που καλύτερα ονομάζεται και μεταμόσχευση περιφερικών πολυδύναμων αρχέγονων κυττάρων. Υπάρχει πράγματι ανάγκη για σωστή ενημέρωση όλων για το σημαντικό αυτό θέμα. Στο άρθρο αυτό έχω καταγράψει βασικά σημεία, που είναι καλό να ξέρετε.
Η μεταμόσχευση μυελού των οστών ή περιφερικών αρχέγονων πολυδύναμων κυττάρων δεν είναι μια πολύπλοκη χειρουργική επέμβαση, αλλά έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- Βασίζεται στη χορήγηση πολύ ψηλών δόσεων χημειοθεραπείας, με ή χωρίς ακτινοθεραπεία και τη χορήγηση άλλων αντικαρκινικών παραγόντων (μονοκλωνικά αντισώματα). Ο στόχος είναι η εξολόθρευση όλων των καρκινικών κυττάρων στον ασθενή.
- Η εν λόγω θεραπεία καταστρέφει ανεπανόρθωτα το μυελό των οστών του ασθενούς. Επιβάλλεται, αμέσως μετά το πέρας της, να χορηγηθούν πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα, που είναι ικανά να δημιουργήσουν νέο μυελό οστών. Τα κύτταρα χορηγούνται με ενδοφλέβια έγχυση.
- Τα πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα του μυελού οστών συλλέγονται πριν από τη θεραπεία της μεταμόσχευσης. Συλλέγονται από το δότη (αλλογενής μεταμόσχευση) ή από τον ασθενή (αυτόλογη μεταμόσχευση), απ’ ευθείας από το μυελό των οστών ή από το περιφερικό αίμα. Μια τρίτη πηγή είναι τα κύτταρα ομφάλιου λώρου.
Ανάλογα με την προέλευση των αρχέγονων πολυδύναμων κυττάρων του μυελού οστών υπάρχουν οι εξής τύποι μεταμόσχευσης:
- Αυτόλογη (χρησιμοποιούνται κύτταρα από τον ίδιο τον ασθενή).
- Αλλογενής, από οικογενειακό (συνήθως αδελφό) ή μη οικογενειακό δότη ή από κύτταρα ομφάλιου λώρου, με πλήρως ή μερικώς συμβατό μόσχευμα.
- Μεταμόσχευση από μονοωογενή δίδυμο αδελφό.
Η επιλογή του δότη ή του μοσχεύματος από ομφάλιο λώρο:
Η ιστοσυμβατότητα με βάση το σύστημα HLA είναι καθοριστική για την επιτυχία της μεταμόσχευσης αρχέγονων κυττάρων μυελού οστών. Η επιλογή του δότη, οικογενειακού ή μη, και του μοσχεύματος κυττάρων ομφάλιου λώρου βασίζονται στο βαθμό ιστοσυμβατότητας, που μπορεί να είναι πλήρης ή μερική.
Η μεταμόσχευση αρχέγονων πολυδύναμων κυττάρων χρησιμοποιείται για τη θεραπεία:
- Ορισμένων μορφών λευχαιμίας, μετά την επίτευξη της πρώτης ύφεσης, ή όταν υπάρξει υποτροπή της λευχαιμίας, μετά από την αρχική ύφεση. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται η αλλογενής μεταμόσχευση. Η μεταμόσχευση δεν ενδείκνυται, διότι δεν βοηθά στις πλείστες άλλες καταστάσεις λευχαιμίας.
- Διάφορων άλλων αιματολογικών καρκινικών νόσων (πολλαπλό μυέλωμα) ή μη καρκινικών νόσων (απλαστική αναιμία, θαλασσαιμία).
- Σε διάφορους συμπαγείς καρκίνους (λέμφωμα Hodgkin και μη Hodgkin).
Οι παρενέργειες της μεταμόσχευσης:
- Τοξικότητα των υψηλών δόσεων χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας. Σχεδόν όλα τα συστήματα και όργανα του ανθρώπινου σώματος μπορούν να υποστούν καταπονήσεις και βλάβες εξαιτίας της χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας.
- Μολύνσεις. Το σύστημα άμυνας του οργανισμού του ασθενούς μειώνεται δραματικά κατά τη μεταμόσχευση και για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά. Αυτό το καθιστά ευάλωτο για διάφορες σοβαρές μολύνσεις από βακτήρια, ιούς, παράσιτα και μύκητες.
- Αιμορραγία. Στις πρώτες εβδομάδες, μετά τη χορήγηση της θεραπείας της μεταμόσχευσης, ο μυελός των οστών δεν παράγει ικανοποιητικό αριθμό αιμοπεταλίων. Επιπλέον ο ασθενής υποβάλλεται και σε άλλες καταπονήσεις, που αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας.
- Νόσος του δότη κατά του ξενιστή (GVHD), οξείας και χρόνιας μορφής. Εκδηλώνεται στις αλλογενείς μεταμοσχεύσεις. Τα κύτταρα του δότη, αφού δημιουργήσουν το νέο μυελό στον ασθενή (ξενιστής), θεωρούν ότι τα κύτταρα του οργανισμού του είναι ξένα, τους επιτίθενται με στόχο να τα καταστρέφουν. Μπορούν να υποστούν βλάβες, μεταξύ άλλων, το δέρμα, το στόμα, το συκώτι, το έντερο, το συκώτι, τα μάτια και ο εγκέφαλος του ασθενούς. Ο κίνδυνος της GVHD ελαχιστοποιείται χάρις στην καλύτερη δυνατή επιλογή ιστοσυμβατού δότη και στη χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (κορτικοειδή, κυκλοσπορίνη).
- Επηρεασμός πολλών οργάνων και συστημάτων: Στοματίτιδα, ναυτία, εμετός, διάρροια, πρωκτικές ραγάδες, οδοντικά προβλήματα, αλωπεκία, πόνος στην κοιλιά, ίκτερος, ηπατίτιδα, πνευμονία, αιματουρία, νεφρική ανεπάρκεια, καρδιοπάθεια, στειρότητα, πρόωρη εμμηνόπαυση, απλασία μυελού, καταρράκτης, νευροπάθεια, εγκεφαλοπάθεια, σπασμοί, δεύτερος καρκίνος, υποθυρεοειδισμός και καθυστέρηση ανάπτυξης σε παιδιά και έφηβους.
* Συγγραφέας άρθρου:
Καθηγητής Λοΐζος Γ. Λοΐζου,
Πρόεδρος Ιδρύματος ΕΛΠΙΔΑ για παιδιά με καρκίνο και λευχαιμία,
Κλινικός Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας,
Παιδίατρος, Παιδογκολόγος-Παιδοαιματολόγος,
τ. Διευθυντής Παιδογκολογικής-Παιδοαιματολογικής Κλινικής
Νοσοκομείο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ, Λευκωσία.