Το
σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα είναι η πλέον αναγνωρισμένη ασθένεια που
προκαλείται λόγω επαγγελματικής απασχόλησης.
Υπολογίζεται ότι 3% του πληθυσμού επηρεάζεται από το σύνδρομο το
οποίο είναι συχνότερο μεταξύ των γυναικών.
Χαρακτηρίζεται από μουδιάσματα, αδυναμία και πόνο στον καρπό και στο
χέρι ιδιαίτερα στον αντίχειρα και στο δείκτη. Ο πόνος συχνά αντανακλάται
μέχρι το βραχίονα.
Τη νύκτα τα συμπτώματα στο χέρι και τα δάκτυλα επιδεινώνονται με
αίσθημα καύσου, φαγούρας και μυρμηγκιασμάτων που διαταράσσουν τον ύπνο.
Στις πολύ σοβαρές περιπτώσεις υπάρχει κίνδυνος απώλειας της αίσθησης ή και
μερικής παράλυσης στο χέρι.
Η πάθηση προκαλείται από τη συμπίεση του μεσαίου νεύρου στον καρπό. Η
συμπίεση αυτή αποδίδεται σε ανωμαλίες που δημιουργούνται στον καρπιαίο
σωλήνα λόγω επαναλαμβανόμενων κινήσεων και καταπόνησης του καρπού.
Έχει συσχετισθεί με πολλές ενασχολήσεις όπως η μεγάλη χρήση
ηλεκτρονικού υπολογιστή, το τένις, το γκόλφ. Ομάδες εργαζομένων όπως οι
ράφτες, οι κρεοπώλες, οι μουσικοί, οι μηχανικοί και άλλοι, κινδυνεύουν
περισσότερο από το σύνδρομο.
Παρά τη μεγάλη συχνότητα του συνδρόμου, τα προβλήματα που προκαλεί
στους ασθενείς και τις σημαντικές οικονομικές
επιβαρύνσεις που δημιουργεί στην κοινωνία, δεν υπάρχει ένα κοινά αποδεκτός
ομοιόμορφος τρόπος θεραπείας.
Οι ήπιες περιπτώσεις αφήνονται συνήθως χωρίς θεραπεία. Στις μέτριου
βαθμού σοβαρότητας περιπτώσεις, μπορούν να χορηγηθούν τοπικά ενέσεις
κορτικοστεροειδών φαρμάκων. Εάν δεν υπάρξει καλό αποτέλεσμα, μπορεί να
τοποθετηθούν νάρθηκες και ταυτόχρονα να δοθούν αντιφλεγμονώδη φάρμακα όπως
η ιβουπροφένη.
Σε σοβαρές περιπτώσεις όπως όταν η πίεση του νεύρου απειλεί με
μόνιμη απώλεια της αισθήσεως ή μερική παράλυση, η θεραπεία επιλογής είναι
η χειρουργική επέμβαση για αποσυμπίεση του μεσαίου νεύρου.
Ωστόσο η χειρουργική επέμβαση συστήνεται και σε λιγότερο σοβαρά στάδια
της νόσου αντί της χορήγησης λιγότερο επεμβατικών και δαπανηρών θεραπειών.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η χειρουργική θεραπεία είναι
πάντοτε η καλύτερη αγωγή για τους πάσχοντες από το σύνδρομο του καρπιαίου
σωλήνα.
Για να απαντήσουν στο εν λόγω σημαντικό ερώτημα, Ισπανοί γιατροί από το
πανεπιστήμιο της Μαδρίτης διεξήγαγαν διαχρονικά έρευνες συγκρίνοντας
προοδευτικά και τυχαιοποιημένα τα αποτελέσματα των δύο συνηθέστερων
θεραπειών, δηλαδή της χειρουργικής επέμβασης και των τοπικών ενέσεων
κορτικοστεροειδών φαρμάκων.
Από το 2005 έως το 2007 τα αποτελέσματα των Ισπανών γιατρών δείχνουν
ότι:
- Στον ένα χρόνο μετά τη θεραπευτική αγωγή, οι τοπικές ενέσεις
κορτικοστεροειδών φαρμάκων είναι εξίσου αποτελεσματικές όσο οι
χειρουργικές επεμβάσεις αποσυμπίεσης του νεύρου
- Στα 7 χρόνια μετά από τη χορήγηση της αρχικής θεραπείας, περίπου το 42%
αυτών που έλαβαν θεραπεία με ενέσεις κορτικοστεροειδών, παρουσίαζαν
συμπτώματα που επέβαλλαν τη χορήγηση επιπρόσθετης θεραπείας
- Στους ασθενείς που είχαν αντιμετωπισθεί με χειρουργική
επέμβαση, μόνο περίπου 12% χρειάζονταν επιπρόσθετη θεραπεία στα 7
χρόνια μετά την αρχική αντιμετώπιση
|
Οι Ισπανοί γιατροί επισημαίνουν ότι τα μακροχρόνια αποτελέσματα δεν
προκαλούν έκπληξη διότι οι επιδράσεις των ενέσεων κορτικοστεροειδών
φαρμάκων εξαφανίζονται με την πάροδο του χρόνου.
Τονίζουν όμως ότι οι ενέσεις με τα κορτικοστεροειδή, έχουν σημαντικό
ρόλο στην αντιμετώπιση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα. Πολλοί ασθενείς δεν
θέλουν να κάνουν χειρουργική επέμβαση όταν εμφανιστεί το πρόβλημα και έτσι
οι ενέσεις αποτελούν μια καλή θεραπευτική λύση.
Το συμπέρασμα είναι ότι η χειρουργική επέμβαση για αποσυμπίεση του
μεσαίου νεύρου σε ασθενείς με σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, προσφέρει
καλύτερα αποτελέσματα μακροχρόνια. Οι ενέσεις κορτικοστεροειδών φαρμάκων
προσφέρουν σε ποσοστό σχεδόν της τάξης του 50% των ασθενών, ανακούφιση για
τουλάχιστον 7 χρόνια.