Η κακοσμία του στόματος είναι πρόβλημα που απασχολεί μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Κανένας δεν θέλει να μυρίζει άσχημα όταν μιλά με άλλους.
Οι δυσάρεστες μυρωδιές μπορεί να προέρχονται από τη γλώσσα, τα δόντια, τα ούλη, τα ιγμόρεια, τη μύτη, το φάρυγγα, το στομάχι ή τους πνεύμονες. Οι περισσότερες περιπτώσεις κακοσμίας του στόματος προέρχονται από τη γλώσσα και τα ούλη.
Η κακοσμία δυνατόν να πηγάζει επίσης από μολύνσεις των ούλων, των δοντιών, της μύτης (ρινίτιδα με ροή υγρών στο πίσω μέρος της μύτης προς το φάρυγγα). Ο διαβήτης, η νεφρική ή η ηπατική ανεπάρκεια, η ξηροστομία, το κάπνισμα, το στρες, ορισμένες μορφές διατροφής (σκόρδο, κρεμμύδι), το ροχαλητό, η αύξηση της ηλικίας, η ακτινοθεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο που προκαλεί ξηροστομία και οι ορμονικές αλλαγές μπορεί να συνοδεύονται από κακοσμία.
Είναι σημαντικό για τη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος να αναγνωρίζεται από που προέρχεται η δυσάρεστη οσμή.
Μια από τις συχνότερες αιτίες της κακοσμίας του στόματος είναι οι πτητικές θειούχες ενώσεις που παράγονται από την καταστροφή των βακτηριδίων που βρίσκονται στην επιφάνεια της γλώσσας. Υπολογίζεται ότι 80% έως 90% όλων των περιπτώσεων κακοσμίας του στόματος οφείλονται σε βακτηρίδια που ζουν στην επιφάνεια της γλώσσας.
Η αναγνώριση και μελέτη των βακτηριδίων που παράγουν λιπαρά οξέα και δύσοσμες ουσίες, αποτελεί ένα καθοριστικό βήμα για τη θεραπεία της κακοσμίας του στόματος. Μαθαίνοντας ποια είναι τα εν λόγω μικρόβια και ανακαλύπτοντας τους πιο ασφαλείς και αποτελεσματικούς τρόπους ουσιαστικής μείωσης του αριθμού τους, είναι δυνατόν να απαλλάσσεται ο ασθενής από τη δυσοσμία που προκαλούν στο στόμα του.
Είναι με αυτό το σκεπτικό που πολλές ερευνητικές ομάδες ψάχνουν να βρουν τα βακτηρίδια εκείνα που είναι οι κυριότεροι ένοχοι για τη δυσοσμία. Επειδή από ασθενή σε ασθενή τα βακτηρίδια αυτά μπορεί να είναι διαφορετικά, χρειάζονται τρόποι εύκολης και γρήγορης αναγνώρισης τους.
Έρευνες που έγιναν με τη χρήση καλλιεργειών, βρήκαν διάφορες κατηγορίες βακτηριδίων που παράγουν δύσοσμες πτητικές θειούχες ενώσεις. Τέτοια βακτηρίδια είναι: Porphyromonas gingivalis, Prevotella intermedia, Tannerella forsythia, Veillonella και Actinomyces species. Μερικά από τα εν λόγω παθογόνα μικρόβια προκαλούν περιοδοντική νόσο και χρόνια ουλίτιδα.
Πιο πρόσφατες έρευνες που έγιναν με τη βοήθεια τεχνολογιών μοριακής βιολογίας (PCR) με μελέτη των πυρηνικών οξέων των βακτηριδίων (DNA), πρόσθεσαν ουσιαστικές γνώσεις για το πρόβλημα. Βρήκαν και άλλα σημαντικά βακτηρίδια υπεύθυνα για κακοσμία στόματος σε μεγάλο αριθμό ασθενών. Τέτοια βακτηρίδια είναι: Dialister species, Firmicutes species και Solobacterium moorei.
Το βακτηρίδιο Solobacterium moorei (αναερόβιο μικρόβιο, βάκιλος που αρχικά είχε ανιχνευτεί στα ανθρώπινα κόπρανα) αποδεικνύεται ιδιαίτερα διαδεδομένο και ευθύνεται για μεγάλο ποσοστό κακοσμίας στόματος λόγω μικροβίων της γλώσσας.
Σε μια εργασία που έγινε στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, μελετήθηκαν 21 ασθενείς με χρόνο πρόβλημα κακοσμίας του στόματος και 36 άτομα χωρίς πρόβλημα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι όλοι οι ασθενείς με κακοσμία είχαν στο στόμα τους το βακτηρίδιο Solobacterium moorei. Από τα άτομα χωρίς κακοσμία μόνο 4 είχαν το εν λόγω μικρόβιο. Οι άνθρωποι αυτοί που είχαν το μικρόβιο αλλά δεν είχαν κακοσμία, παρουσίαζαν όλοι ουλίτιδα. Η μόλυνση των ούλων είναι πάθηση που όταν καταστεί χρόνια μπορεί να δημιουργεί κακοσμία του στόματος.
Επισημαίνεται ότι και άλλες έρευνες που έγιναν από την ίδια επιστημονική ομάδα αλλά και από άλλους ερευνητές, βρήκαν ότι το βακτηρίδιο Solobacterium moorei υπάρχει σε ασθενείς με άσχημη μυρωδιά στόματος ενώ σε άτομα χωρίς κακοσμία το μικρόβιο αυτό δεν υπήρχε.
Η αναγνώριση και ταυτοποίηση του εν λόγω βακτηριδίου που ευθύνεται για μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων κακοσμίας στόματος, έγινε δυνατή χάρις στις πρόσφατες τεχνολογίες μοριακής βιολογίας. Βλέπουμε ότι η εξέλιξη της επιστήμης, βοήθησε στην καλύτερη κατανόηση του προβλήματος της κακοσμίας του στόματος, ιδιαίτερα των περιπτώσεων που σχετίζονται με μικρόβια που ζουν στην επιφάνεια της γλώσσας.
Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότερα από 700 είδη βακτηριδίων που εποικίζουν την κοιλότητα του ανθρώπινου στόματος. Μερικά από τα βακτηρίδια αυτά σχετίζονται με περιοδοντική νόσο, ουλίτιδα, τερηδόνα και κακοσμία στόματος.
Κάτω από ορισμένες συνθήκες όπως για παράδειγμα κατά τις οδοντιατρικές θεραπείες, μερικά από τα εν λόγω μικρόβια εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και δυνατόν να προκαλούν γενικευμένη σοβαρή πάθηση (σηψαιμία, ενδοκαρδίτιδα).
Η ίδια ερευνητική μονάδα του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης βρήκε ότι το βούρτσισμα των δοντιών δύο φορές την ημέρα με αντιβακτηριδιακή οδοντόκρεμα και με οδοντόβουρτσα που είναι εφοδιασμένη με καθαριστήρα γλώσσας είναι σε θέση να εξαλείφει τη χρόνια κακοσμία του στόματος.