Άρθρο της Δρος Ελένης Σ. Στυλιανού*
Η αξονική κολονογραφία ή αλλιώς αξονική κολονοσκόπηση, ή εικονική κολονοσκόπηση είναι μια μοντέρνα μη επεμβατική μέθοδος απεικόνισης του παχέος εντέρου, η οποία χρησιμοποιείται ως εναλλακτική ή συμπληρωματική εξέταση στην κλασική ενδοσκοπική κολονοσκόπηση. Στόχος της μεθόδου, όπως συμβαίνει και με την κλασική ενδοσκόπηση, είναι η πρόληψη ή πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου και στο πλαίσιο αυτoύ η μείωση της θνησιμότητας εξαιτίας της νόσου.
Με βάση δεδομένα της αμερικάνικης ογκολογικής εταιρείας (ACS) ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί τη δεύτερη σε συχνότητα αιτία θανάτου από κακοήθεις νόσους στον παγκόσμιο γενικό πληθυσμό (δεδομένα 2021) και την τρίτη αιτία σε άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά. Ετησίως καταγράφονται περί τα 300.000 νέα περιστατικά στην Ευρώπη και περίπου 1 εκατ. παγκοσμίως.
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι παρουσιάζονται περί τα 5200 κρούσματα ετησίως και πεθαίνουν 2500 άνθρωποι, ενώ στην Κύπρο τα κρούσματα ξεπερνούν τα 350 το χρόνο. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του, 1 στους 23 άνδρες (4,3%) θα αναπτύξει καρκίνο του παχέος εντέρου, ενώ η αναλογία στις γυναίκες προσεγγίζει τη 1 στις 25 (4%).
Πώς διενεργείται η αξονική κολονογραφία;
Η αξονική κολονογραφία, όπως αναφέρει και το όνομά της, διενεργείται στον αξονικό τομογράφο μετά από κατάλληλη προετοιμασία του εντέρου. Σκοπός της προετοιμασίας είναι η εξέταση να γίνεται με πλήρως καθαρό παχύ έντερο, ούτως ώστε ακόμα και μικρές αλλοιώσεις του τοιχώματος να γίνονται ορατές.
Πριν την εξέταση διενεργείται εμφύσηση αέρος δια λεπτού καθετήρα που τοποθετείται στο ορθό. Για τη διενέργεια της εξέτασης δεν χρειάζεται αναισθησιολογική υποστήριξη, ή καταστολή.
Η εξέταση χαρακτηρίζεται από τη σύντομη διάρκειά της στα περίπου 20 λεπτά, γεγονός που την καθιστά άνετη για τον εξεταζόμενο. Κατά τη διάρκειά της, λαμβάνονται εικόνες μετά από χορήγηση σπασμολυτικού μέσου του εντέρου σε πρηνή και ύπτια θέση, πριν και μετά την ενδοφλέβια χορήγηση ιωδιούχου σκιαγραφικού μέσου.
Οι εικόνες στη συνέχεια επεξεργάζονται από εξειδικευμένο προσωπικό, τόσο στη δισδιάστατη, όσο και στην τρισδιάστατη μορφή τους, ενώ με ειδικά προγράμματα και αλγόριθμους επεξεργασίας παράγεται τρισδιάστατο μοντέλο του εντέρου, δίνοντας τη δυνατότητα στον ειδικό ακτινολόγο να ”ταξιδεύει“ εικονικά σε αυτό (virtual colonoscopy).
Ποιες οι ενδείξεις της αξονικής κολονογραφίας;
Η αξονική κολονογραφία ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις που ενδείκνυται και η συμβατική κολονογραφία, όταν δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή η αναγκαιότητα λήψης υλικού προς ιστολογική εξέταση. Σε αυτό το πλαίσιο εμπίπτουν όλες οι προληπτικές εξετάσεις όπως και οι διερευνητικές εξετάσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, συστήνεται ο προληπτικός έλεγχος του παχέος εντέρου να ξεκινά σε ηλικία 50 ετών και να επαναλαμβάνεται κάθε 5 έτη.
Παραδειγματικά, ενδείκνυται η εξέταση, για διερεύνηση παρουσίας αίματος στα κόπρανα, σιδηροπενικής αναιμίας ή επί αλλαγής των εντερικών συνηθειών (π.χ. αλλαγή στον αριθμό και συχνότητα των κενώσεων, άλγος κλπ.).
Η αξονική κολονογραφία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στις περιπτώσεις όπου η κλασική κολονογραφία αντενδείκνυται, όπως σε ασθενείς υπό αντιπηκτική αγωγή ή ασθενείς όπου έχουν λόγω άλλων συννοσηροτήτων αυξημένο κίνδυνο καταστολής.
Επίσης η αξονική κολονογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συμβατική κολονογραφία απέτυχε να απεικονίσει ολόκληρο το παχύ έντερο (περίπου 10% του συνολικού αριθμού των συμβατικών εξετάσεων). Αυτό οφείλεται συνήθως σε έντονες εντερικές ελικώσεις / εντερική επιμήκυνση που καθιστά μερικώς δύσκολη την προσπέλαση ολόκληρου του εντέρου με το ενδοσκόπιο.
Ποια τα πλεονεκτήματα σε σχέση με τη συμβατική κολονογραφία;
Η αξονική κολονογραφία διενεργείται χωρίς την αναγκαιότητα αναισθησίας, ή καταστολής. Για το λόγο αυτό το καρδιαγγειακό ρίσκο που σχετίζεται με την αναισθησία δεν υφίσταται και οι εξεταζόμενοι δύνανται να επιστρέψουν στις συνήθεις ασχολίες τους αμέσως μετά την εξέταση.
Είναι καλύτερα ανεκτή από τον εξεταζόμενο, λόγω του μικρότερου ποσού αέρος που εμφυσάται στο έντερο, όσο και λόγω της μη χρήσης του κολονοσκοπίου. Πρόκειται για μηδαμινά επεμβατική μέθοδο, με μικρότερη πιθανότητα πρόκλησης διάτρησης του εντέρου σε σχέση με τη συμβατική κολονογραφία.
Τελευταίες έρευνες αναφέρουν ποσοστά διάτρησης στην αξονική κολονογραφία 0.005%-0.03% (συγκριτικά με τη συμβατική κολονογραφία όπου υπολογίζεται το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται από 0.06% έως 0.19%). Αξίζει να σημειωθεί ότι και σε περιπτώσεις διάτρησης του εντέρου, τα ποσοστά κατάληξης σε χειρουργική επέμβαση ή ακόμα και θάνατο είναι υψηλότερα στο πλαίσιο της κλασικής κολονογραφίας, σε σχέση με την αξονική κολονογραφία.
Ποια τα μειονεκτήματα σε σχέση με τη συμβατική κολονογραφία;
Το σημαντικότερο μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι δεν είναι δυνατή η άμεση λήψη υλικού προς ιστολογικό έλεγχο, σε περίπτωση ανεύρεσης κάποιας παθολογίας, καθώς τότε χρειάζεται συμπληρωματική διενέργεια συμβατικής κολονογραφίας για λήψη ιστολογικού υλικού.
Η έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία, που συνεπάγεται η εξέταση, είναι κάτι στο οποίο αξίζει να αναφερθεί κανείς. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι με τη χρήση πρωτοκόλλων μειωμένης και διακυμαινόμενης / προσαρμοσμένης δόσης (low dose / modulation technic) η δόση ακτινοβολίας περιορίζεται σημαντικά (υπολογισμοί αναφέρουν περί τα 8mSv) διατηρώντας τη δυνατότητα ανίχνευσης πολυπόδων μέχρι 6mm.
Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι η αξονική κολονογραφία έχει πάρει την τελευταία δεκαετία σημαντικό ρόλο ως ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο πρόληψης και πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου του παχέος εντέρου, στα χέρια του κλινικού γαστρεντερολόγου. Η εξέταση είναι ευρέως αποδεκτή ως μη επεμβατική, ως πολύ καλύτερα ανεκτή από τους εξεταζόμενους, αλλά και ως μικρότερου ρίσκου σε σχέση με τη συμβατική μέθοδο.
*Δρ Ελένη Σ. Στυλιανού
Ειδική Ακτινολόγος
Διαγνωστικό Κέντρο Alpha Evresis,
Όμιλος ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ