Ο καρκίνος του παχέος εντέρου ή του ορθού μπορεί να έχει, ως πρώτο σημάδι μικρές ποσότητες αίματος στα κόπρανα, που δεν φαίνονται στο γυμνό μάτι.
Η ανίχνευση του αίματος στα κόπρανα, είναι δυνατόν να γίνει με ειδικές εξετάσεις που ανιχνεύουν ίχνη ανθρώπινης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα (δοκιμασία γουϊακόλης, Faecal Occult Blood Tests - FOBT).
Η ανίχνευση αυτή οδηγεί στη διενέργεια εξετάσεων, όπως η σιγμοειδσκόπηση που μπορούν να βρουν ότι υπάρχει ένας ή περισσότεροι πολύποδες ή ένας κακοήθης όγκος του παχέος εντέρου που είναι η αιτία της παρουσίας αίματος στα κόπρανα.
Η συστηματική διενέργεια σε πληθυσμιακό επίπεδο ανιχνευτικών εξετάσεων για ίχνη αίματος στα κόπρανα με στόχο την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού, έχει προταθεί για καλύτερη αντιμετώπιση της νόσου και μείωση των θανάτων που προκύπτουν.
Αρκετές έρευνες έδειξαν ότι τα ανιχνευτικά προγράμματα του τύπου αυτού, είναι δυνατόν να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα όσον αφορά τη μείωση των θανάτων, λόγω καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού. Όμως παραμένουν προβλήματα λόγω της φτωχής συμμετοχής του πληθυσμού σε τέτοια προγράμματα. Επίσης δεν έχει καθοριστεί η συχνότητα διεξαγωγής των εξετάσεων αυτών.
Μια Γαλλική πολυκεντρική έρευνα έδειξε, ότι τα ανιχνευτικά τεστ για αίμα στα κόπρανα μπορούν να σώζουν χιλιάδες ζωές. Για 12 χρόνια οι Γάλλοι γιατροί υπέβαλαν σχεδόν 92.000 άτομα ηλικίας από 45 έως 74 ετών, σε τεστ κοπράνων για ανίχνευση αίματος, κάθε περίπου 2 χρόνια.
Σε ασθενείς, που τα αποτελέσματα ήσαν θετικά, δηλαδή είχαν ίχνη αίματος στα κόπρανά τους, γινόταν πλήρης εξερεύνηση του παχέος εντέρου με κολονοσκόπηση. Από το σύνολο των συμμετεχόντων, κατέστη δυνατό να γίνει 1 εξέταση κοπράνων στο 69,5% ενώ στο 38,1% έγιναν από 5 έως 6 ανιχνευτικές εξετάσεις στα κόπρανα.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων της μεγάλης και πολυετούς αυτής έρευνας, έδειξαν ότι το τεστ κοπράνων για ανίχνευση αίματος που γίνεται κάθε δύο χρόνια, μειώνει σημαντικά τους θανάτους λόγω καρκίνων του παχέος εντέρου και του ορθού.
Σε ασθενείς που έκαναν έστω και μια φορά το ανιχνευτικό τεστ, ο κίνδυνος θανάτου από τον εν λόγω καρκίνο μειωνόταν σημαντικά κατά 33%.
Παράλληλα σε ασθενείς, που ο καρκίνος τους ανιχνευόταν με το τεστ για αίμα στα κόπρανα, το ποσοστό επιβίωσης στα 11 χρόνια ανερχόταν στο 50,5%.
Αντίθετα σε ασθενείς με τον ίδιο καρκίνο που η ασθένεια τους δεν ανιχνευόταν με το τεστ αυτό, αλλά η διάγνωση γινόταν με άλλο τρόπο, το ποσοστό επιβίωσης στα 11 χρόνια ήταν 40,4%.
Βλέπουμε λοιπόν ότι επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι το τεστ ανίχνευσης αίματος στα κόπρανα μπορεί να συμβάλλει στην έγκαιρη διάγνωση μεγάλου αριθμού καρκίνων του παχέος εντέρου. Η ανίχνευση αυτή επιτρέπει μια έγκαιρη διάγνωση και καλύτερη αντιμετώπιση, σώζοντας έτσι χιλιάδες ζωές.
Αναμφίβολα η εξέταση αυτή δεν είναι τέλεια. Έχει τους περιορισμούς της. Τα τεστ που χρησιμοποιούνται μπορεί να δώσουν λανθασμένα θετικά, διότι δυνατόν να υπάρχει μη ανθρώπινη αιμοσφαιρίνη στα κόπρανα.
Επίσης μπορεί να υπάρχουν λανθασμένα αρνητικά. Δηλαδή ενώ υπάρχει πολύποδας ή όγκος (που αιμορραγούν ή όχι) το τεστ να μην είναι σε θέση να αναγνωρίσει το πρόβλημα. Οι λόγοι για τους οποίους αυτό μπορεί να συμβεί είναι πολλοί.
Για παράδειγμα λανθασμένο αρνητικό μπορεί να συμβεί, διότι το αίμα από τον πολύποδα ή τον όγκο να μην κατανέμεται ομοιόμορφα στα κόπρανα και έτσι το δείγμα που λήφθηκε να μην περιέχει ίχνη που να είναι ανιχνεύσιμα από το τεστ.
Επίσης το τεστ θα είναι αρνητικό εάν ο πολύποδας ή ο όγκος δεν αιμορραγούν ή αιμορραγούν μόνο κατά διαστήματα με αποτέλεσμα το τεστ στη συγκεκριμένη στιγμή που θα γίνει να μην είναι θετικό.
Παρά τους περιορισμούς αυτούς και την ενδεχόμενη χαμηλή ευαισθησία του τεστ, φαίνεται ότι η αξία του είναι μεγάλη. Η συστηματική του εφαρμογή σε πληθυσμιακό επίπεδο πιθανόν να μπορεί να σώζει χιλιάδες ζωές από τον καρκίνο του παχέος εντέρου και του ορθού.