Η αποβολή ή η απώλεια του εμβρύου πριν από τη συμπλήρωση 24 εβδομάδων κύησης επηρεάζει 1 στις 5 εγκυμοσύνες.
Περίπου 50% των γυναικών θα έχουν τουλάχιστον μία αποβολή κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Οι γυναίκες που έχουν μια αρχική αποβολή διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο όχι μόνο για μια δεύτερη αποβολή, αλλά και για επιπλοκές σε μια νέα εγκυμοσύνη. Σε σύγκριση με γυναίκες που δεν ήσαν ποτέ προηγουμένως έγκυες, οι γυναίκες που είχαν αποβολή έχουν αυξημένες πιθανότητες σε μια επόμενη εγκυμοσύνη για απειλούμενη αποβολή, πρόωρο τοκετό, προκλητό τοκετό και αιμορραγία μετά τον τοκετό.
Οποιαδήποτε αποβολή συνοδεύεται από ψυχολογική καταπόνηση. Ταυτόχρονα δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τον ιδανικό χρόνο για μια επόμενη εγκυμοσύνη.
Το πόσο πρέπει να περιμένει ένα ζευγάρι για μια νέα εγκυμοσύνη μετά από μια αποβολή παραμένει ένα επίμαχο ζήτημα.
Μερικοί γιατροί πιστεύουν ότι είναι πολύ λίγα αυτά που στηρίζουν την άποψη για καθυστέρηση μια νέας εγκυμοσύνης. Πράγματι, θεωρούν ότι η αύξηση του χρονικού περιθωρίου μεταξύ μιας αποβολής και μιας νέας κύησης έχει λίγες πιθανότητες να επηρεάσει θετικά την περιγεννητική εξέλιξη του παιδιού και της μητέρας.
Αντίθετα μια νέα επιτυχημένη εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού έχουν τη δυνατότητα να αυξάνουν τις πιθανότητες ανάκαμψης της γυναίκας.
Άλλοι γιατροί εισηγούνται τα ζευγάρια να περιμένουν τουλάχιστον 6 μήνες προτού προχωρήσουν για μια νέα εγκυμοσύνη. Θεωρούν ότι ο χρόνος αυτός χρειάζεται για την πλήρη ψυχή και σωματική ανάκαμψη πριν από μια νέα κύηση.
Οι οδηγίες από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αναφέρουν ότι οι γυναίκες πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον 6 μήνες πριν να δοκιμάσουν να μείνουν ξανά έγκυες.
Άλλοι ειδικοί εισηγούνται ένα χρονικό διάστημα μέχρι 18 μηνών για το σκοπό αυτό. Βασίζονται σε αναφορές που λένε ότι τα διαστήματα μεταξύ δύο κυήσεων 18 έως 23 μηνών μετά από τη γέννηση ενός ζωντανού παιδιού μπορούν να αυξάνουν τις πιθανότητες ευνοϊκής μητρικής και περιγεννητικής εξέλιξης.
Ωστόσο μια τόσο μεγάλη καθυστέρηση για μια νέα εγκυμοσύνη δημιουργεί ένα ιδιαίτερο πρόβλημα για τις γυναίκες του Δυτικού κόσμου. Για διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, οι γυναίκες αυτές καθυστερούν να τεκνοποιήσουν.
Οι γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 35 ετών έχουν περισσότερες πιθανότητες δυσκολιών για σύλληψη. Οι γυναίκες 40 ετών έχουν 30% πιθανότητες για αποβολή. Στις γυναίκες 45 ετών ή περισσότερο οι πιθανότητες αυτές αυξάνονται στο 45%.
Οποιαδήποτε καθυστέρηση στις προσπάθειες για σύλληψη θα μπορούσε να μειώνει περαιτέρω τις πιθανότητες για τη γέννηση ενός υγιούς βρέφους. Πολλές γυναίκες είναι ενήμερες για το πρόβλημα. Είναι για αυτό που οι για πρώτη φορά μητέρες 35 ετών ή περισσότερο είναι πολύ πιο πιθανό να προγραμματίσουν μια δεύτερη εγκυμοσύνη σύντομα μετά την πρώτη.
Για να ρίξουν περισσότερο φως στο επίμαχο αυτό ζήτημα, γιατροί από τη Σκωτία μελέτησαν τα δεδομένα από 30.000 γυναίκες που έτυχαν παρακολούθησης σε νοσοκομεία της Σκωτίας μεταξύ 1981 και 2000. Όλες οι γυναίκες είχαν αποβολή στην πρώτη τους εγκυμοσύνη και στη συνέχεια είχαν μια επόμενη κύηση.
Τα αποτελέσματα της μελέτης τους, έδειξαν ότι οι γυναίκες που είχαν συλλάβει ξανά εντός 6 μηνών παρουσίαζαν λιγότερες πιθανότητες για μια νέα αποβολή, διακοπή κύησης, εξωμήτριο κύηση σε σύγκριση με τις γυναίκες που είχαν συλλάβει από 6 έως 12 μήνες μετά την αποβολή.
Οι γυναίκες που είχαν συλλάβει εντός των 6 μηνών είχαν επίσης λιγότερες πιθανότητες για καισαρική, πρόωρο τοκετό ή για γέννηση παιδιού με χαμηλό βάρος. Ο εν λόγω συσχετισμός δεν εξηγείτο από κοινωνικούς ή προσωπικούς λόγους ή από άλλους παράγοντες σε σχέση με την εγκυμοσύνη συμπεριλαμβανόμενου και του καπνίσματος.
Το συμπέρασμα των Σκωτσέζων γιατρών είναι ότι τα δικά τους ευρήματα στηρίζουν την άποψη ότι δεν είναι αναγκαίο για τις γυναίκες να καθυστερούν μια νέα σύλληψη μετά από μια αποβολή.
Προσθέτουν ότι όταν υπάρχουν λόγοι για μια τέτοια καθυστέρηση, όπως για παράδειγμα όταν υπάρχουν σημεία μόλυνσης οι γυναίκες πρέπει να λαμβάνουν συμβουλές για το πως να προστατεύουν την υγεία τους.
Επισημαίνεται ότι η εν λόγω έρευνα έγινε σε γυναίκες που γεννούσαν στη Σκωτία. Τα ευρήματα είναι αξιόπιστα για τον πληθυσμό αυτό ενώ οι εισηγήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας μπορεί να εφαρμόζονται σε υπανάπτυκτες χώρες.