Γυναίκες άνω των 50 ετών, μετά την εμμηνόπαυση, μπορούν να τεκνοποιήσουν με τεχνητή γονιμοποίηση από δωρεά ωαρίων.
Ωστόσο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γεννήσουν με καισαρική και έχουν αυξημένο κίνδυνο, για διαβήτη και ψηλή πίεση λόγω εγκυμοσύνης.
Η πρόοδος που επιτεύχθηκε στην τεχνητή γονιμοποίηση και στη γυναικολογία, επιτρέπουν σήμερα τη σύλληψη και τεκνοποίηση σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, κατά τη διάρκεια της 6ης δεκαετίας της ζωής τους.
Η δωρεά ωαρίων από νέες γυναίκες σε γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών, δημιούργησε μια νέα κατάσταση για την οποία λίγα είναι γνωστά μέχρι σήμερα.
Πράγματι δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα, για το πώς ο οργανισμός της γυναίκας, μετά την εμμηνόπαυση, μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες μιας εγκυμοσύνης και του τοκετού.
Επιστήμονες από το πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, εξέτασαν τις περιπτώσεις 77 γυναικών που υποβλήθηκαν σε τεχνητή γονιμοποίηση για περίοδο 10 ετών.
Οι γυναίκες ήσαν ηλικίας από 50 έως 63 ετών και δεν είχαν χρόνιο ιατρικό πρόβλημα όταν έγινε η γονιμοποίηση. Υποβλήθηκαν συνολικά σε 121 διαδικασίες τεχνητής γονιμοποίησης με μεταφορά εμβρύων.
Από τις διαδικασίες αυτές στις ηλικιωμένες γυναίκες, προέκυψαν 55 κλινικές κυήσεις. Συνολικά έγιναν 45 τοκετοί.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι νεογνών ή μητέρων κατά την έρευνα αυτή.
Από τις 45 γεννήσεις, οι 12 αφορούσαν δίδυμα, οι 31 ήσαν με ένα παιδί και 2 με τρίδυμα. Τα στοιχεία αυτά είναι ανάλογα με αυτά που παρατηρούνται σε νεώτερες γυναίκες, που υποβάλλονται στις ίδιες μεθόδους τεχνητής γονιμοποίησης.
Ο μέσος όρος της διάρκειας κύησης ήταν περίπου 38 εβδομάδες, γεγονός που δείχνει ότι στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, η κύηση δεν συνοδεύεται από πρόωρο τοκετό.
Στο 78% των γυναικών χρειάστηκε να γίνει καισαρική τομή κατά τον τοκετό. Το ποσοστό αυτό είναι ψηλότερο απ' ότι σε νεώτερες γυναίκες.
Επίσης παρατηρήθηκε προεκλαμψία στο 35% των περιπτώσεων. Το 20% ήσαν περιπτώσεις ήπιας μορφής ενώ το 15% αφορούσε σοβαρής μορφής προεκλαμψία.
Η προεκλαμψία είναι μια παθολογική κατάσταση σταδιακής αύξησης της αρτηριακής πίεσης της εγκύου που συνοδεύεται από οίδημα και μπορεί να οδηγήσει στην εκλαμψία. Στις κανονικές εγκυμοσύνες, παρατηρείται στο 10% των γυναικών που μένουν έγκυες για πρώτη φορά.
Η εκλαμψία είναι μια σοβαρή κατάσταση που απειλεί τη ζωή της γυναίκας, ακολουθεί την προεκλαμψία, ιδιαίτερα σε περίπτωση που δεν αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Χαρακτηρίζεται από σπασμούς και κώμα που μπορούν να επέλθουν κατά το τέλος της εγκυμοσύνης ή κατά την πρώτη εβδομάδα μετά από τον τοκετό.
Παρατηρήθηκε επίσης σε σημαντικά αυξημένο ποσοστό, γύρω στο 20%, διαβήτης λόγω εγκυμοσύνης.
Ο διαβήτης της εγκυμοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο να γεννηθεί το παιδί με υπερβολικό βάρος, με αναπνευστικά προβλήματα και δυσκολίες τοκετού και κίνδυνο καταγμάτων στο νεογνό.
Στο 17,5% των γυναικών της έρευνας, χρειάστηκε μόνο τροποποίηση της διατροφής για την αντιμετώπιση, ενώ στο 2,5% χρειάστηκε η χορήγηση ινσουλίνης.
Συνοπτικά, στις γυναίκες μετά από την εμμηνόπαυση, η εγκυμοσύνη συνοδεύτηκε με περισσότερες περιπτώσεις προεκλαμψίας, διαβήτη και καισαρικών τομών.
Όμως όλα τα προβλήματα αντιμετωπίσθηκαν με επιτυχία, χωρίς να υπάρξουν σοβαρές επιπλοκές ή θάνατοι στις μητέρες και στα βρέφη.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι η ηλικία από μόνη της, δεν είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για μια γυναίκα για να τεκνοποιήσει μετά από τεχνητή γονιμοποίηση με δωρεά ωαρίων.
Παρά το γεγονός ότι οι εγκυμοσύνες αυτές παρουσιάζουν αυξημένους κινδύνους, εντούτοις με μια καλή παρακολούθηση και αντιμετώπιση, τα προβλήματα αυτά μπορούν να αντιμετωπισθούν.
Το φαινόμενο της εγκυμοσύνης και τεκνοποίησης από γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, με τεχνητή γονιμοποίηση, παρουσιάζει αύξηση.
Υπάρχουν φωνές εναντίον της κατάστασης αυτής, με το δικαιολογητικό ότι οι γυναίκες πιθανόν να μη δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, λόγω ηλικίας.
Υπάρχουν όμως και οι υποστηρικτές οι οποίοι λέγουν ότι δεν μπορεί να μην επιτρέπεται η τεκνοποίηση μετά την εμμηνόπαυση, μόνο λόγω ηλικίας και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλα ιατρικά προβλήματα.
Πιστεύουμε ότι η κάθε περίπτωση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και θα πρέπει να εξετάζεται συνολικά μέσα σε αυτά τα πλαίσια.
Εκτός από το γιατρό, η συμβουλευτική ομάδα θα πρέπει να περιλαμβάνει ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό.
Εκτός από τις καθαρά ιατρικές αντενδείξεις, θα πρέπει και ο παράγοντας ηλικία να έχει κάποιο όριο, διότι μετά από μια πολύ προχωρημένη ηλικία θα δημιουργούνται σύνθετα προβλήματα.