Η αναιμία, δηλαδή η μείωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα, είναι συχνό εύρημα σε ασθενείς με διαβήτη. Πρόκειται για επιπλοκή που αποτελεί επιπρόσθετη επιβάρυνση για την υγεία των διαβητικών.
Η αναιμία στους διαβητικούς, εγκαθίσταται προοδευτικά και ύπουλα θα μπορούσαμε να πούμε. Όσο πιο ηλικιωμένος είναι ο ασθενής και όσο περισσότερη βλάβη υφίστανται οι νεφροί λόγω διαβήτη, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εκδήλωσης αναιμίας.
Ο διαβήτης προκαλεί προβλήματα στα μικρά αγγεία που τροφοδοτούν με αίμα τα όργανα και τους ιστούς του οργανισμού μας. Η μικροαγγειοπάθεια όπως αποκαλείται η κατάσταση αυτή που προκαλεί ο διαβήτης, μειώνει τις λειτουργικές δυνατότητες πολλών ζωτικών οργάνων.
Στο νεφρό, η μικροαγγειοπάθεια μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια και αναιμία. Ο νεφρός, εκτός από το ρόλο του ως φίλτρο καθαρισμού του αίματος από μεγάλο αριθμό άχρηστων ουσιών που αποβάλλονται με τα ούρα, παράλληλα παράγει την ερυθροποιητίνη.
Η ερυθροποιητίνη είναι ορμόνη που δρα στο μυελό των οστών και προάγει την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια, μεταφέρουν την αιμοσφαιρίνη η οποία μεταφέρει οξυγόνο από τους πνεύμονες στον υπόλοιπο οργανισμό.
Στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που μπορεί να προκληθεί από διάφορες αιτίες μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο διαβήτης, μαζί με τη μείωση της νεφρικής λειτουργίας ως φίλτρου καθαρισμού του αίματος, μειώνεται και η παραγωγή της αιμοσφαιρίνης. Αυτό αναπόφευκτα, ανάλογα με την εξέλιξη της νεφρικής ανεπάρκειας εφόσον αυτή είναι προοδευτική, αργά ή γρήγορα, οδηγεί σε αναιμία.
Η έγκαιρη ανίχνευση της αναιμίας στους διαβητικούς, μπορεί να γίνεται με έλεγχο της γενικής αίματος, κάθε 6 μήνες. Σε ομάδες ψηλού κινδύνου όπως οι ηλικιωμένοι και σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, χρειάζεται ακόμη περισσότερη επαγρύπνηση.
Οι συχνότερες αιτίες αναιμίας είναι η έλλειψη σιδήρου, η απώλεια αίματος, οι ασθένειες του μυελού των οστών, της αιμοσφαιρίνης, των ερυθρών αιμοσφαιρίων και οι παθήσεις των αιμοφόρων αγγείων. Η απώλεια αίματος μπορεί να είναι ήπια, χρόνια και να περνά απαρατήρητη λόγω για παράδειγμα λήψης φαρμάκων ή παθήσεων του πεπτικού σωλήνα.
Παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό ότι η μικροαγγειοπάθεια του διαβήτη προκαλούσε νεφρική ανεπάρκεια και αναιμία, εντούτοις δεν ήταν καλά γνωστή η φυσική εξέλιξη της αναιμίας στο διαβήτη τύπου 2 όπως επίσης και οι παράγοντες που καθορίζουν την πρόγνωση της.
Σε έρευνα που έγινε στην Αυστραλία, εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν με προοδευτικό τρόπο για 5 χρόνια, περίπου 500 ασθενείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στην αρχή 12% των ασθενών παρουσίαζαν αναιμία. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ακόμη 13% εκδήλωσαν αναιμία.
Συνολικά, βρέθηκε ότι τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης, έπεφταν στους αναιμικούς κατά 0,07gr/100 ml κάθε χρόνο. Με βάση αυτό το εύρημα οι ερευνητές, διαπίστωσαν ότι η αναιμία των διαβητικών είναι μια διαδικασία που είχε αρχίσει τουλάχιστον από 10 χρόνια πριν την έναρξη της έρευνας, πιθανότατα ταυτόχρονα με την έναρξη της μικροαγγειοπάθειας.
Η μείωση της αιμοσφαιρίνης και η εγκατάσταση της αναιμίας, εξελισσόταν παράλληλα με τη μείωση της νεφρικής λειτουργίας. Στους ασθενείς με βλάβες πλέον στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία (διαβητική μακροαγγειοπάθεια) και με προοδευτική βλάβη στους νεφρούς, η μείωση της αιμοσφαιρίνης και εγκατάσταση της αναιμίας, ήταν ταχύτερη.
Θα συγκρατήσουμε λοιπόν ότι η αναιμία είναι ακόμη ένα σοβαρό πρόβλημα στους ασθενείς με διαβήτη. Δημιουργείται, εξελίσσεται ταχύτερα και είναι σοβαρότερη στους διαβητικούς που παρουσιάζουν διαβητική νεφροπάθεια.
Τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής, είναι σημαντικά για την πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπιση της αναιμίας στους ασθενείς με διαβήτη.