Για τη διάγνωση της ελκώδους κολίτιδας, χρησιμοποιούνται διάφορα τεστ και εξετάσεις. Τα πρώτα πράγματα που κάνει ο γιατρός είναι να πάρει ένα λεπτομερές οικογενειακό και προσωπικό ιατρικό ιστορικό του ασθενούς όπως επίσης και μια προσεκτική κλινική εξέταση.
Οι αναλύσεις αίματος, δείχνουν εάν υπάρχει αναιμία. Η αναιμία μπορεί να προκύψει λόγω αιμορραγίας στο παχύ έντερο. Επίσης μπορεί να υπάρχουν αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια που είναι δείκτης φλεγμονής στον οργανισμό. Η ελκώδης κολίτιδα συνοδεύεται από φλεγμονή.
Οι αναλύσεις των κοπράνων, πιθανόν να δείξουν την ύπαρξη λευκών αιμοσφαιρίων που είναι επίσης δείκτης ελκώδους κολίτιδας ή άλλης φλεγμονώδους νόσου του εντέρου. Επιπρόσθετα οι αναλύσεις των κοπράνων δυνατόν να δείξουν την ύπαρξη αίματος λόγω αιμορραγίας ή μια μόλυνση του παχέος εντέρου λόγω βακτηριδίων, ιών ή παρασίτων.
Η κολονοσκόπηση ή η σιγμοειδοσκόπηση είναι οι καταλληλότερες εξετάσεις για τη διάγνωση της ελκώδους κολίτιδας. Επιτρέπουν τη διαφοροποίηση της νόσου από άλλες παθήσεις του εντέρου που προκαλούν ανάλογα συμπτώματα όπως η νόσος του Crohn, η εκκολπωματίτιδα και ο καρκίνος.
Οι εξετάσεις αυτές γίνονται με τη βοήθεια εύκαμπτου ενδοσκοπίου. Ο γιατρός μπορεί να εξετάζει το εσωτερικό του παχέος εντέρου και να δει εάν υπάρχουν φλεγμονή, αιμορραγία ή έλκη στη βλεννογόνο του εντέρου. Οι εικόνες που βλέπει ο γιατρός είναι δυνατό να προβάλλονται ταυτόχρονα και σε οθόνη τηλεόρασης. Κατά την εξέταση ο γιατρός μπορεί να πάρει βιοψίες για ιστολογική εξέταση που είναι καθοριστική για τη διάγνωση.
Μερικές φορές οι ακτινογραφίες μετά από βαριούχο υποκλυσμό ή η αξονική τομογραφία, χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της ελκώδους κολίτιδας και των επιπλοκών της.
Η θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της πάθησης. Η αντιμετώπιση της πάθησης πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα δεδομένου ότι οι εκδηλώσεις της είναι διαφορετικές από ασθενή σε ασθενή.
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες φαρμάκων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Ο στόχος των φαρμάκων που χορηγούνται είναι να φέρουν και να διατηρήσουν τη νόσο σε ύφεση όπως επίσης να βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα.
Τα αμινοσαλικυλικά είναι φάρμακα που περιέχουν το 5-αμινοσαλικυλικό οξύ (5-ASA). Βοηθούν στην καταπολέμηση της φλεγμονής. Η σουλφασαλαζίνη είναι συνδυασμός σουλφαπυριδίνης και 5-ASA. Η σουλφαπυριδίνη μεταφέρει την αντιφλεγμονώδη δράση του 5-ASA στο έντερο. Όμως η σουλφαπυριδίνη έχει παρενέργειες όπως ναυτία, εμετούς, καούρα, διάρροια και πονοκέφαλο.
Υπάρχουν και άλλοι συνδυασμοί του 5-ASA όπως η μεσαλαμίνη, η ολσαλαζίνη και η βαλσαλαζίδη που παρουσιάζουν λιγότερες παρενέργειες και μπορούν να χορηγηθούν σε ασθενείς που δεν ανέχονται τη σουλφασαλαζίνη.
Τα αμινοσαλικυλικά μπορούν να χορηγηθούν από το στόμα, διαμέσου κλύσματος ή με υπόθετο. Ο τρόπος χορήγησης εξαρτάται και από την περιοχή της φλεγμονής στο έντερο.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ήπιου ή μέτριου βαθμού σοβαρότητας ελκώδη κολίτιδα, λαμβάνουν πρώτα αμινοσαλικυλικά φάρμακα. Επίσης αυτά χρησιμοποιούνται και στις περιπτώσεις υποτροπής.
Τα κορτικοστεροειδή όπως η πρεδνιζόνη, η μεθυλπρεδνιζολόνη και η υδροκορτιζόνη, είναι επίσης φάρμακα που μπορούν να μειώνουν τη φλεγμονή. Χορηγούνται σε ασθενείς με μέτριου ή σοβαρού βαθμού ελκώδη κολίτιδα ή που δεν ανταποκρίνονται στα αμινοσαλικυλικά φάρμακα. Τα στεροειδή μπορούν να χορηγηθούν από το στόμα, ενδοφλέβια, με κλύσμα ή υπόθετο ανάλογα με τον εντοπισμό της νόσου.
Οι παρενέργειες των στεροειδών περιλαμβάνουν πρόσληψη βάρους, ακμή, υπερτρίχωση στο πρόσωπο, ψηλή πίεση, διαβήτη, αλλαγές της διάθεσης, απώλεια οστικής μάζας και αυξημένο κίνδυνο μολύνσεων. Για τους λόγους αυτούς δεν συστήνονται για μακροχρόνια χρήση παρά το γεγονός ότι θεωρούνται πολύ αποτελεσματικά όταν χορηγούνται για βραχυπρόθεσμη χρήση.
Τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα περιλαμβάνουν την αζαθιοπρίνη και τη μερκαπτοπουρίνη. Παρεμβαίνουν στο σύστημα άμυνας του οργανισμού (ανοσοποιητικό σύστημα) και μειώνουν τη φλεγμονή. Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στα αμινοσαλικυλικά ή τα κορτικοστεροειδή ή εξαρτώνται από τα κορτικοστεροειδή.
Τα ανοσοκατασταλτικά χορηγούνται από το στόμα και χρειάζονται χρόνο για να επιδράσουν στους μηχανισμούς της φλεγμονής της νόσου. Μπορεί να χρειάζονται μέχρι 6 μήνες μέχρι να φανεί το πλήρες όφελος που προσφέρουν στους ασθενείς.
Ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά, χρειάζονται προσεκτική παρακολούθηση λόγω αύξησης του κινδύνου μόλυνσης και για ανίχνευση παρενεργειών όπως παγκρεατίτιδα, ηπατίτιδα ή μείωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων.
Σε περιπτώσεις έξαρσης σοβαρής μορφής της ελκώδους κολίτιδας, σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε ενδοφλέβια χορήγηση κορτικοστεροειδών, μπορεί να δοθεί κυκλοσπορίνη Α μαζί με αζαθιοπρίνη ή μερκαπτοπουρίνη.
Στους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα μπορούν να χορηγηθούν και άλλα φάρμακα για χαλάρωση, ανακούφιση από πόνο, διάρροια ή μόλυνση.
Σε μερικούς ασθενείς υπάρχουν περίοδοι ύφεσης δηλαδή χρονικά διαστήματα από μερικούς μήνες μέχρι χρόνια, χωρίς να έχουν συμπτώματα. Ωστόσο στους περισσότερους ασθενείς τα συμπτώματα τελικά επανεμφανίζονται.
Η εισαγωγή στο νοσοκομείο, χρειάζεται όταν τα συμπτώματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Μια σημαντική αιμορραγία ή διάρροια που προκαλεί αναιμία ή αφυδάτωση, επιβάλλει στο γιατρό να εισαγάγει τον ασθενή στο νοσοκομείο για διόρθωση της αναιμίας, της απώλειας υγρών και των ηλεκτρολυτών. Επίσης ο ασθενής μπορεί να χρειάζεται ειδική δίαιτα, παρεντερική διατροφή, ενδοφλέβια φάρμακα ή μερικές φορές χειρουργική αντιμετώπιση της πάθησης.
Η χειρουργική αντιμετώπιση της ελκώδους κολίτιδας, περιλαμβάνει την αφαίρεση του παχέος εντέρου. Σε περίπου 25% έως 40% των ασθενών, χρειάζεται να αφαιρεθεί το παχύ έντερο λόγω σοβαρής μορφής της νόσου με μαζική αιμορραγία, ρήξη του παχέος εντέρου ή λόγω κινδύνου για καρκίνο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, συστήνεται από το γιατρό η αφαίρεση του παχέος εντέρου όταν η θεραπευτική αγωγή πριν από τη χειρουργική αντιμετώπιση αποτυγχάνει ή όταν τα κορτικοστεροειδή ή άλλα φάρμακα προκαλούν τέτοιες παρενέργειες που απειλούν την υγεία ή ακόμη τη ζωή του ασθενούς.
Η χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του παχέος εντέρου συμπεριλαμβανομένου και του ορθού, ονομάζεται πρωκτοκολεκτομή και ακολουθείται από μία από τις πιο κάτω επεμβάσεις:
Ειλεοστομία: Ο χειρουργός δημιουργεί ένα μικρό άνοιγμα στο τοίχωμα της κοιλιάς που ονομάζεται στόμιο το οποίο συνδέεται με το τέλος του λεπτού εντέρου, το ειλεό. Το στόμιο δημιουργείται συνήθως στο κάτω δεξιό μέρος της κοιλιάς. Τα κόπρανα εξέρχονται του σώματος από το στόμιο. Τοποθετείται εκεί ειδικά σχεδιασμένος σάκος για συλλογή των κοπράνων. Ο ασθενής αδειάζει το σάκο όποτε χρειάζεται.
Ειλεοπρωκτική αναστόμωση: Ο χειρουργός αφαιρεί το παχύ έντερο και το εσωτερικό μέρος του ορθού αφήνοντας όμως στη θέση τους, τους εξωτερικούς μύες του ορθού. Στη συνέχεια ενώνει το ειλεό με το εσωτερικό μέρος του ορθού και τον πρωκτό δημιουργώντας ένα σάκο. Τα κόπρανα συλλέγονται εκεί και αποβάλλονται όπως γίνεται με το συνήθη τρόπο. Η συχνότητα των αφοδεύσεων είναι μεγαλύτερη και τα κόπρανα περισσότερο υδαρή από ότι πριν από την επέμβαση. Μια πιθανή επιπλοκή είναι η φλεγμονή του σάκου που δημιουργείται χειρουργικά στο σημείο της αναστόμωσης για τη συλλογή των κοπράνων.
Το είδος της επέμβασης που θα αποφασιστεί για τον κάθε ασθενή εξαρτάται από τη σοβαρότητα της πάθησης, τις ανάγκες, του τρόπου ζωής και τις προσδοκίες του. Δεν είναι όλες οι επεμβάσεις κατάλληλες για όλους τους ασθενείς.
Οι ασθενείς που βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να παίρνουν όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες από γιατρούς, νοσηλευτές με εμπειρία σε ανάλογα περιστατικά και από άλλους ασθενείς που έχουν υποστεί κολεκτομή. Επίσης είναι καλό να ψάχνουν για ομάδες αλληλοβοήθειας ασθενών όπου μπορούν να αναζητήσουν περισσότερη στήριξη και πληροφόρηση.
Περίπου 5% των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα, παρουσιάζουν καρκίνο του παχέος εντέρου. Ο κίνδυνος για καρκίνο ψηλώνει με την αύξηση της διάρκειας της νόσου και του μεγέθους του παχέος εντέρου που έχει υποστεί βλάβες.
Για παράδειγμα εάν μόνο το κάτω μέρος του παχέος εντέρου και το ορθό έχουν επηρεαστεί, τότε ο κίνδυνος δεν είναι ψηλότερος από αυτόν που διατρέχουν όλοι οι ανθρώποι. Εάν όμως όλο το παχύ έντερο έχει επηρεαστεί, τότε ο κίνδυνος για καρκίνο, είναι 32 φορές ψηλότερος από αυτόν που διατρέχουν οι άνθρωποι κανονικά.
Κάποτε δημιουργούνται προκαρκινικές αλλοιώσεις στη βλεννογόνο του παχέος εντέρου. Οι αλλοιώσεις αυτές αποκαλούνται δυσπλασία και οι ασθενείς που την έχουν κινδυνεύουν περισσότερο να προσβληθούν από καρκίνο σε σύγκριση με αυτούς που δεν έχουν δυσπλασία.
Κατά τις εξετάσεις της κολονοσκόπησης και της σιγμοειδοσκόπησης, οι γιατροί ψάχνουν να δουν εάν υπάρχει δυσπλασία και λαμβάνουν βιοψίες για να εξετάσουν ιστολογικά εάν υπάρχουν δυσπλασικές αλλοιώσεις.
Η κολονοσκόπηση δεν μειώνει τον κίνδυνο προσβολής των ασθενών από καρκίνο αλλά επιτρέπει την έγκαιρη ανίχνευση του.
Οι ασθενείς που πάσχουν από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου όπως η ελκώδης κολίτιδα σε όλο το μήκος του παχέος εντέρου για τουλάχιστον 8 χρόνια ή στο αριστερό μέρος του παχέος εντέρου τους για 12 έως 15 χρόνια, πρέπει να κάνουν κολονοσκόπηση με βιοψίες κάθε 1 έως 2 χρόνια.