Η δυσκοιλιότητα μπορεί να συμβάλλει στην πρόκληση οξείας ή χρόνιας μορφής πόνου στην κοιλιά.
Στα παιδιά, έρευνες έδειξαν ότι η χρόνια και η οξεία μορφή δυσκοιλιότητας, σχετίζονται με επεισόδια κοιλιακού πόνου. Ωστόσο δεν έχουν γίνει ειδικές συστάσεις γα τη διάγνωση της εν λόγω αιτίας πόνου της κοιλιάς.
Συχνά, οι γιατροί και οι ασθενείς, παραβλέπουν τη δυσκοιλιότητα ως αιτία σοβαρού πόνου στην κοιλιά που εμφανίζεται απότομα ή είναι επαναλαμβανόμενος. Αυτά που λένε οι ασθενείς σχετικά με τα συμπτώματα που παρουσιάζουν, δεν βοηθούν πάντοτε στο να συσχετίζουν τους πόνους με τη δυσκοιλιότητα.
Το γεγονός αυτό είναι ακόμη πιο έντονο στην παιδική ηλικία. Τόσο οι γονείς όσο και τα ίδια τα παιδιά, δεν δίνουν συνήθως την όλη εικόνα που μπορεί να σχετίζεται με τη δυσκοιλιότητα.
Για αυτό οι γιατροί, πρέπει να έχουν υπόψη τους τη δυσκοιλιότητα ως συχνή αιτία πόνου στην κοιλιά και με την κλινική εξέταση που κάνουν, να αποδεικνύουν ή να αποκλείουν την ύπαρξή της.
Υπολογίζεται ότι 10% όλων των παιδιών επηρεάζονται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια πόνου στην κοιλιά αγνώστου αιτιολογίας. Όταν η διαγνωστική διερεύνηση δεν βρίσκει κάποια οργανική αιτία που να ευθύνεται για το πρόβλημα, συνήθως θεωρείται ότι πρόκειται για λειτουργικής μορφής κοιλιακό πόνο. Ωστόσο έρευνες δείχνουν ότι μεγάλο ποσοστό των εν λόγω περιπτώσεων οφείλονται σε δυσκοιλιότητα.
Η δυσκοιλιότητα χαρακτηρίζεται από:
- Συχνότητα κενώσεων χαμηλότερη των τριών ανά εβδομάδα
- Ακράτεια κοπράνων μία ή περισσότερες φορές την εβδομάδα
- Αφόδευση με κόπρανα τόσο μεγάλα σε όγκο που δυνατόν να αποφράσσουν τη λεκάνη του αποχωρητηρίου
- Πόνο κατά την αφόδευση
- Κατακράτηση κοπράνων.
Η σχέση κοιλιακού πόνου και δυσκοιλιότητας, εξετάστηκε από γιατρούς του πανεπιστημίου της Ιόβα των Ηνωμένων Πολιτειών σε 962 παιδιά ηλικίας 4 έως 18 ετών.
Τα ευρήματα της έρευνας αυτής προσθέτουν στις γνώσεις μας:
- 83 από τα 962 παιδιά που εξετάστηκαν (9%), είχαν πόνο στην κοιλιά. Τα κορίτσια παρουσίαζαν συχνότερα από τα αγόρια κοιλιακούς πόνους
- Πριν από την εξέταση, το 66% των παιδιών είχαν πόνο στην κοιλιά για 30 λεπτά έως 3 ημέρες. Στο 23% ο πόνος διαρκούσε για 3 έως 7 ημέρες. Στα υπόλοιπα παιδιά, ο πόνος υπήρχε κατά τις 7 μέρες έως 5 εβδομάδες που προηγούνταν της εξέτασης
- 40 παιδιά με κοιλιακό πόνο (48% του συνόλου αυτών με κοιλιακό πόνο) έπασχαν από δυσκοιλιότητα. Το 35% είχαν χρόνια δυσκοιλιότητα που είχε διαρκέσει για περισσότερο από δύο μήνες. Το 13% είχαν οξείας μορφής δυσκοιλιότητα
- Παρά το γεγονός ότι παιδιά είχαν τα κριτήρια που καθορίστηκαν ότι είναι δείκτες ύπαρξης της δυσκοιλιότητας, εντούτοις κανείς από τους γονείς ή τα παιδιά συσχέτιζαν τον κοιλιακό πόνο με τη δυσκοιλιότητα
- Στο 19% των παιδιών με πόνο στην κοιλιά, δεν βρέθηκε η αιτία. Σε όλα τα παιδιά αυτά, ο πόνος έφυγε από μόνος του
- Στο 7% των παιδιών, ο οξείας μορφής κοιλιακός πόνος οφειλόταν σε κολικούς, στο 14% σε λοιμώξεις, στο 8% σε διάφορες άλλες αιτίες και στο 2% σε οξεία σκωληκοειδίτιδα για την οποία χρειάστηκε να γίνει σκωληκοειδεκτομή.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι η δυσκοιλιότητα βρέθηκε να είναι η συχνότερη αιτία οξείας μορφής πόνου στην κοιλιά.
Οι γιατροί του πανεπιστημίου της Ιόβα επισημαίνουν, ότι μερικοί γιατροί, αποφεύγουν να κάνουν δακτυλική εξέταση διότι φοβούνται ότι αυτό δυνατόν να προκαλέσει σωματική ενόχληση και ψυχική αναστάτωση στα παιδιά. Η εξέταση αυτή επιτρέπει στο γιατρό να αντιληφθεί εάν υπάρχουν στο κάτω μέρος του παχέος εντέρου ή στο ορθό, σφηνωμένα, σκληρά κόπρανα λόγω δυσκοιλιότητας ή ακόμη κοπρόλιθοι.
Η εξέταση μπορεί να γίνει με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα από έμπειρο γιατρό. Είναι όμως απαραίτητο ο γιατρός να εξηγήσει με απλά κατανοητά λόγια στο παιδί και στους γονείς του, τη σημασία της εξέτασης και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει.
Επιπρόσθετα ο γιατρός θα πρέπει να κάνει μια ολοκληρωμένη γενική εξέταση του παιδιού, διότι δυνατόν να βρει άλλες αιτίες που ευθύνονται για τον κοιλιακό πόνο όπως κρυολόγημα, αμυγδαλίτιδα ή πνευμονία.
Στη διαγνωστική διερεύνηση πόνου στην κοιλιά, μια απλή δακτυλική εξέταση για τη δυσκοιλιότητα, η οποία είναι η συχνότερη αιτία κοιλιακών πόνων στα παιδιά, είναι αναγκαία. Συμβάλλει σημαντικά στη διάγνωση της δυσκοιλιότητας που μπορεί να ευθύνεται για μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων κοιλιακών πόνων στα παιδιά.