Περίπου
20% των παιδιών που εισέρχονται στην εφηβική ηλικία και τα οποία έλαβαν το
συζευγμένο εμβόλιο εναντίον της μηνιγγίτιδας λόγω του μηνιγγιτιδόκοκκου
C όταν ήσαν βρέφη, χρειάζονται νέα ενισχυτική
δόση του εμβολίου διότι δεν έχουν ικανοποιητικά επίπεδα των ειδικών
προστατευτικών αντισωμάτων.Η ηλικία στην οποία γίνεται ο
εμβολιασμός κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου C
(συζευγμένο εμβόλιο) είναι σημαντικός παράγοντας για τη μακροχρόνια
προστασία των παιδιών και εφήβων από τη μηνιγγίτιδα που προκαλεί το εν
λόγω βακτηρίδιο.
Το γεγονός ότι ένα ποσοστό παιδιών χάνουν τα προστατευτικά επίπεδα των
αντισωμάτων που τους δημιουργεί το εμβόλιο,
δείχνει πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει εγρήγορση και παρακολούθηση της
νόσου παρά τον εμβολιασμό που χορηγείται.
Οι έφηβοι θεωρούνται ως ομάδα ψηλού κινδύνου για προσβολή από τη
μηνιγγίτιδα λόγω του μηνιγγιτιδόκοκκου τύπου C.
Μεταξύ 1999 και 2000 στο Ηνωμένο Βασίλειο έγινε μια εκστρατεία μαζικού
εμβολιασμού που συμπεριέλαβε όλα τα παιδιά ηλικίας από 1 έως 18 ετών.
Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ μεγάλη πτώση του αριθμού των νέων
περιστατικών μηνιγγίτιδας C. Από τότε εισάχθηκε
ο συστηματικός εμβολιασμός των βρεφών με το εμβόλιο εναντίον του
μηνιγγιτιδόκοκκου τύπου C.
Όμως μελέτες έδειξαν ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου που γίνεται
στα βρέφη, μειώνεται σταδιακά. Αντίθετα όταν το εμβόλιο γίνεται σε παιδιά
μεγαλύτερης ηλικίας, μεταξύ 9 και 12 ετών, δεν παρατηρείται το ίδιο
φαινόμενο.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης εξέτασαν κατά πόσο τα παιδιά
που έλαβαν το εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου τύπου
C όταν ήσαν μεταξύ 6 έως 8 ετών, διατηρούσαν ικανοποιητικό επίπεδο
προστασίας όταν εισέρχονταν στην εφηβεία.
Επειδή η εφηβεία είναι περίοδος μεγαλύτερου κίνδυνου για προσβολή
από το μηνιγγιτιδόκοκκο τύπου C, είναι σημαντικό
να αξιολογηθεί η προστασία που προσφέρει το εμβόλιο που δόθηκε στη βρεφική
ηλικία.
Οι Βρετανοί γιατροί αξιολόγησαν τα επίπεδα ειδικών αντισωμάτων στο αίμα
999 εφήβων που είχαν εμβολιασθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο στο αρχικό πρόγραμμα
μαζικού εμβολιασμού που έγινε μεταξύ 1999-2000.
Τα ευρήματα τους έδειξαν ότι τα παιδιά που όταν αρχικά εμβολιάσθηκαν
ήσαν 10 ετών ή μεγαλύτερα, διατηρούσαν προστατευτικά επίπεδα αντισωμάτων
για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τα περισσότερα παιδιά ηλικίας 11 έως 20
ετών διατηρούσαν ικανοποιητικά επίπεδα προστατευτικών αντισωμάτων.
Όμως στην ομάδα των παιδιών ηλικίας 14 έως 20 ετών, υπήρχαν περίπου 10%
περισσότερα παιδιά με προστατευτικά επίπεδα αντισωμάτων σε σύγκριση με την
ομάδα των παιδιών 11 έως 13 ετών. Οι ερευνητές εισηγούνται ότι μια πιθανή
εξήγηση για το εν λόγω φαινόμενο είναι η ωρίμανση του ανοσολογικού
συστήματος που γίνεται αποτελεσματικότερο στην ηλικία των 10 ετών περίπου.
Το 2006 άρχισε η χορήγηση ενισχυτικής δόσης εμβολίου κατά του
μηνιγγιτιδόκοκκου τύπου C για παιδιά ηλικίας 12
μηνών. Ωστόσο σήμερα δεν γνωρίζουμε πόσο αποτελεσματικό αυτό θα είναι
για τη μακροχρόνια άμυνα των παιδιών κατά του βακτηρίου αυτού της
μηνιγγίτιδας.
Αναφέρεται ότι στην Αγγλία κατά το 2007 δεν υπήρξαν θάνατοι λόγω
μηνιγγίτιδας με το μηνιγγιτιδόκοκκο τύπου C σε
άτομα κάτω των 19 ετών. Προτού εισαχθεί ο
συστηματικός εμβολιασμός το 1999 έως 78 παιδιά πέθαιναν κάθε χρόνο λόγω
της νόσου.
Οι Βρετανοί γιατροί επισημαίνουν ότι 20% των παιδιών ηλικίας 11 έως
13 ετών δεν έχουν κατάλληλη προστασία από το μηνιγγιτιδόκοκκο τύπου
C. Για αυτό πιθανόν θα πρέπει να χορηγείται μία
ενισχυτική δόση του εμβολίου για να διατηρηθούν τα επίπεδα προστασίας
εναντίον της μηνιγγίτιδας τύπου C κατά την
εφηβεία.